δοριπτοίητος

From LSJ
Revision as of 17:08, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δορῐπτοίητος Medium diacritics: δοριπτοίητος Low diacritics: δοριπτοίητος Capitals: ΔΟΡΙΠΤΟΙΗΤΟΣ
Transliteration A: doriptoíētos Transliteration B: doriptoiētos Transliteration C: doriptoiitos Beta Code: doriptoi/htos

English (LSJ)

ον, scattered by the spear, AP7.297 (Polystr.).

Spanish (DGE)

-ον esparcido por la lanza ὄστεα AP 7.297 (Polystr.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
frappé d'un coup de lance.
Étymologie: δόρυ, πτοιέω.

Russian (Dvoretsky)

δοριπτοίητος: разбросанный копьем (νεκρῶν ὀστέα Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

δοριπτοίητος: -ον, πτοηθεὶς καὶ διασκορπισθεὶς διὰ τοῦ δόρατος, Ἀνθ. Π. 7. 297.

Greek Monolingual

δοριπτοίητος, -ον (Α)
φοβισμένος και διασκορπισμένος από τα δόρατα.

Greek Monotonic

δοριπτοίητος: -ον (πτοιέω), αυτός που διαλύεται, διασκορπίζεται από το δόρυ, τρομάζει απ' τη μάχη, σε Ανθ.

Middle Liddell

δορι-πτοίητος, ον adj πτοιέω
scattered by the spear, Anth.

German (Pape)

ὀστέα, durch den Speer gescheucht, in der Schlacht zerstreut, Philostr. 2 (VII.297).