περικυλινδέω

From LSJ
Revision as of 17:08, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

τὸ ἀεὶ ταῦτα οὕτως ἔχειν ἐχάλασαν → relaxed the strictness of the doctrine of perpetual strife

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περικῠλινδέω Medium diacritics: περικυλινδέω Low diacritics: περικυλινδέω Capitals: ΠΕΡΙΚΥΛΙΝΔΕΩ
Transliteration A: perikylindéō Transliteration B: perikylindeō Transliteration C: perikylindeo Beta Code: perikulinde/w

English (LSJ)

later περικῠλ-κυλίω [ῑ], fut. -κυλίσω Vett.Val.115.21: aor. 1 -εκύλῑσα:—roll round, [ὀνίδα] περικυλίσας τοῖν ποδοῖν Ar.Pax 7; περικυλίοντες εἰς τὴν γῆν τὰ σώματα D.H.9.21, cf. D.S.18.34:— Pass., of an infant, Sor.1.85; of the shoulder in reducing dislocation, Gal.18(1).327: abs., roll about, Pl.Lg.893e: metaph., to be involved in, βιαίοις πράγμασι Vett.Val.42.9, cf. Cat.Cod.Astr.2.206; εἰς ἕτερα πάθη Gal.19.572.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
c. περικυλίω.
Étymologie: περί, κυλινδέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περι-κυλινδέω doen ronddraaien.

Russian (Dvoretsky)

περικῠλινδέω: Plat. v.l. = περικυλίω.

Greek (Liddell-Scott)

περικῠλινδέω: μεταγεν. -κυλίω [ῑ]· ἀόρ. α΄ -εκύλῑσα. ― Κυλίω ὁλόγυρα ἢ τῇδε κἀκεῖσε, [ὀνίδα] περικυλίσας τοῖν ποδοῖν Ἀριστοφ. Εἰρ. 7· περικυλίοντες εἰς τὴν γῆν τὰ σώματα Διον. Ἁλ. 9. 21, πρβλ. Διόδ. 18. 34. ― Παθ., περικυλίομαι, κυλίομαι πέριξ, Λατ. versari, volutari, Πλάτ. Νόμ. 893Ε.

Greek Monotonic

περικῠλινδέω: μεταγεν. -κυλίω [ῑ]· αόρ. αʹ -εκύλῑσα· κυλιέμαι ολόγυρα, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

later -κυλίω aor1 -εκύλῑσα
to roll round, Ar.

German (Pape)

περικυλίνδω.