μεγαλοκίνδυνος

From LSJ
Revision as of 18:45, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Ggstz " to "<span class="ggns">Gegensatz</span> ")

οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότεafter taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγᾰλοκίνδῡνος Medium diacritics: μεγαλοκίνδυνος Low diacritics: μεγαλοκίνδυνος Capitals: ΜΕΓΑΛΟΚΙΝΔΥΝΟΣ
Transliteration A: megalokíndynos Transliteration B: megalokindynos Transliteration C: megalokindynos Beta Code: megaloki/ndunos

English (LSJ)

ον, braving great dangers, adventurous, opp. μικροκίνδυνος, Arist.EN1124b8.

German (Pape)

[Seite 106] sich in große Gefahren begebend, große u. gefährliche Dinge unternehmend, Gegensatz von μικροκίνδυνος, Arist. Eth. 4, 3.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui s'expose à de grands dangers.
Étymologie: μέγας, κίνδυνος.

Russian (Dvoretsky)

μεγᾰλοκίνδῡνος: подвергающий себя большим опасностям, предпринимающий опасные дела Arst.

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλοκίνδῡνος: -ον, ὁ ἐπιχειρῶν μεγάλα καὶ ἐπικίνδυνα πράγματα, ῥιψοκίνδυνος, ὁ εἰς μεγάλους περιπίπτων κινδύνους, ἀντίθετ. τῷ μικροκίνδυνος, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 3, 23.

Greek Monolingual

μεγαλοκίνδυνος, -ον (Α)
αυτός που επιχειρεί μεγάλα και επικίνδυνα πράγματα, ριψοκίνδυνος.

Greek Monotonic

μεγᾰλοκίνδυνος: -ον, αυτός που δείχνει ανδρεία σε μεγάλους κινδύνους, σε Αριστ.

Middle Liddell

μεγᾰλο-κίνδῡνος, ον
braving great dangers, Arist.