ὑπερβαλλόντως
English (LSJ)
exceedingly, excessively, abundantly, very much, to a high degree, extraordinarily; v. ὑπερβάλλω A. 11.5.
German (Pape)
[Seite 1192] adv. part. praes. act. von ὑπερβάλλω, übermäßig; Plat. Rep. VI, 492 b u. öfter; im Gegensatz von μετρίως, Isocr. 1, 28; Pol. 16, 24, 4 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
adv.
d'une manière excessive ou extraordinaire.
Étymologie: ὑπερβάλλω.
Russian (Dvoretsky)
ὑπερβαλλόντως: сверх меры; чрезвычайно, крайне Xen., Plat., Isocr., Polyb.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερβαλλόντως: ἰδὲ τὸ ἑπόμ. ΙΙ. 5. - Κατὰ Σουΐδ.: «ὑπερβαλλόντως, λίαν». - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 253.
English (Strong)
adverb from present participle active of ὑπερβάλλω; excessively: beyond measure.
English (Thayer)
(from the participle of the verb ὑπερβάλλω, as ὄντως from ὤν), above measure: Xenophon, Plato, Polybius, others.)
Spanish
Greek Monolingual
ὑπερβαλλόντως ΝΜΑ
επίρρ. υπέρμετρα, υπερβολικά, καθ' υπερβολήν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερβάλλων, -οντος, μτχ. ενεστ. του ρ. ὑπερβάλλω + επιρρμ. κατάλ. -ως].
Greek Monotonic
ὑπερβαλλόντως: επίρρ. του επόμ., υπερβολικά, υπέρμετρα, σε Πλάτ.
Middle Liddell
[adverb of ὑπερβάλλω
exceedingly, Plat.
Chinese
原文音譯:ØperballÒntwj 虛胚而-巴朗拖士
詞類次數:副詞(1)
原文字根:在上面-投 正如
字義溯源:過度地,過量地,過重的,無限的;源自(ὑπερβάλλω)=投出超過正常的標準),由(ὑπέρ / ὑπερεγώ)*=在上,過於)與(βάλλω / ἀμφιβάλλω)*=投,擲)組成
出現次數:總共(1);林後(1)
譯字彙編:
1) 是過量的(1) 林後11:23
English (Woodhouse)
Translations
exceedingly
Finnish: erittäin, ylen, perin, tavattoman, varsin; French: extrêmement, énormément; German: überaus, äußerst, außerordentlich, ungemein, über alle Maßen; Greek: σφόδρα, υπερβολικά, υπέρμετρα; Ancient Greek: σφόδρα, ὑπερφυῶς; Hungarian: rendkívül; Latin: perquam; Polish: niezmiernie, nadzwyczaj; Romanian: extrem; Spanish: extremadamente, sumamente, sobremanera, asaz; Swedish: ytterst, oerhört, synnerlige