διαβαδίζω

From LSJ
Revision as of 13:10, 25 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")

ἀνάγκῃ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαβᾰδίζω Medium diacritics: διαβαδίζω Low diacritics: διαβαδίζω Capitals: ΔΙΑΒΑΔΙΖΩ
Transliteration A: diabadízō Transliteration B: diabadizō Transliteration C: diavadizo Beta Code: diabadi/zw

English (LSJ)

fut. -ιοῦμαι, later A -ιῶ Luc.Dem.Enc.1, -βαδίσω D.C. 37.53:—go across, Th.6.101, Gal.6.185. 2 walk to and fro, App.BC1.25, Luc. l.c.: in pres. Med., Them.Or.21.253a.

Spanish (DGE)

1 transitar, pasar ἐπ' αὐτῶν διαβαδίσαντες pasando sobre ellos (tablones sobre una zona pantanosa), Th.6.101, κατὰ τὴν ὁδόν Hecat.Abd.21.202, cf. D.C.37.53.2.
2 pasear ἄχρι τῆς δεξαμενῆς Gal.6.185, cf. Luc.Dem.Enc.1, App.BC 1.25, Ach.Tat.1.16.1
c. ac. int. διεβαδίζομεν τοὺς ὀρχάτους paseábamos por los jardines Ach.Tat.5.17.3
en v. med. mismo sent. ἐν ἀγορᾷ Them.Or.21.253a.

French (Bailly abrégé)

1 aller à travers, traverser;
2 aller et venir, parcourir en allant et venant.
Étymologie: διά, βαδίζω.

Russian (Dvoretsky)

διαβᾰδίζω:
1 переходить (ἐπὶ ξύλων διαβαδίσαντες Thuc.);
2 выходить на прогулку (οἴκοθεν διαβαδιῶν - v.l. διαβαδίσων Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

διαβᾰδίζω: μέλλ. -ιοῦμαι, μεταγεν. -ιῶ Λουκ. Δημ. Ἐγκωμ. 1 ·-διαβαίνω εἰς τὸ πέραν, «περνῶ», Θουκ. 6. 101. 2) βαδίζω ἐδῶ καὶ ἐκεῖ Ἀππ. Ἐμφυλ. 1. 25, Λουκ. ἔνθ’ ἀνωτ. οὕτως ἐν τῷ μεσ. ἐνεστ., Θεμίστ, 253Α.

Greek Monolingual

διαβαδίζω (Α)
1. περνώ
2. βαδίζω όχι κατ' ευθείαν, αλλά εδώ κι εκεί.

Greek Monotonic

διαβᾰδίζω: μέλ. -ιοῦμαι,
1. περνάω δια μέσου, σε Θουκ.
2. βαδίζω εδώ και εκεί, περνοδιαβαίνω, σε Λουκ.

Middle Liddell

fut. -ιοῦμαι
1. to go across, Thuc.
2. to walk to and fro, Luc.