διαναπαύω

From LSJ
Revision as of 13:25, 25 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")

Τίς, ξένος ὦ ναυηγέ; Λεόντιχος ἐνθάδε νεκρὸν εὗρέ σ᾿ ἐπ᾿ αἰγιαλοῦ, χῶσε δὲ τῷδε τάφῳ, δακρύσας ἐπίκηρον ἑὸν βίον· οὐδὲ γὰρ αὐτὸς ἥσυχος, αἰθυίῃ δ᾿ ἶσα θαλασσοπορεῖ. → Who art thou, shipwrecked stranger? Leontichus found thee here dead on the beach, and buried thee in this tomb, weeping for his own uncertain life; for he also rests not, but travels over the sea like a gull.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαναπαύω Medium diacritics: διαναπαύω Low diacritics: διαναπαύω Capitals: ΔΙΑΝΑΠΑΥΩ
Transliteration A: dianapaúō Transliteration B: dianapauō Transliteration C: dianapayo Beta Code: dianapau/w

English (LSJ)

allow to rest awhile, Hp.Aph.2.48, Arist.Pol.1339b30, Plu.Flam. 4; interrupt, τὸ συνεχές Luc.Am.7; δ. τὴν ταυτότητα relieve the monotony, D.H.Comp.12:—Med., rest awhile, Pl.Lg.625b, Ph.2.197, Porph.Marc.4:—also intr. in Act., Aristid.Or.51(27).17.

Spanish (DGE)

I tr.
1 c. ac. de pers. dar un respiro, dejar descansar αὐτόν Pl.Plt.257c, (τοὺς ἀνθρώπους) ἐν ταῖς ἀπὸ ταύτης ἡδοναῖς Arist.Pol.1339b30, τὴν δύναμιν Plb.5.6.6, 10.29.1, τὸν στρατόν Plu.Flam.4, cf. Ant.38, D.S.13.79, Str.11.8.5, 15.2.7, I.BI 5.23, Hld.10.1.2, ἡμᾶς ἀπὸ τῶν ἔργων ἡμῶν LXX Ge.5.29, τὴν παῖδα Luc.Tox.52, ἑαυτόν Philostr.Iun.Im.2.3, σε Pall.H.Laus.21.4.
2 c. ac. de abstr. interrumpir, hacer cesar, dar descanso a τὸ συνεχὲς τοῦ μεταξὺ πλοῦ διαναπαῦσαι interrumpir la continuidad de la navegación Luc.Am.7, δ. τὴν ταυτότητα romper la monotonía D.H.Comp.12.10, τὰς ... σπουδὰς ... ταῖς παιδιαῖς Ael.VH 12.15, τοὺς πόνους Gr.Naz.M.36.368A, τὸν θυμὸν αὐτῶν Chrys.M.59.280, cf. Gr.Nyss.Pss.144.15
c. gen. τῶν πόνων Plu.2.726d, τοῦτον καμάτου διαναπαύσας Eus.LC 68 (p.209).
3 c. ac. de n. concr. asentar, posar, depositar τὴν λάρνακα Eus.VC 4.70.2, en v. pas., de un cadáver, Eus.VC 4.60.3.
II intr. hacer una interrupción, detenerse, descansar τὸ δ. εὐθύς, ἄκοπον Hp.Aph.2.48, cf. Epid.6.12.2, οὐδαμοῦ γὰρ διαναπαύσας Aristid.Or.51.17, cf. Plu.2.136d
en v. med. mismo sent. διαναπαύεσθαι πυκνά el hacer frecuentes interrupciones Pl.Lg.625b, οὕτω γὰρ ἂν ... τὸ κοπιῶν τοῦ σώματος ... διαναπαύοιτο μάλιστα Hp.Salubr.7, cf. Epid.5.22, ἐὰν διαναπαυσάμενοι παλαίωσι Arist.Pr.867a8, ἵνα μηδένα χρόνον οἱ πολέμιοι διαναπαύσαιντο D.H.6.29, cf. Ph.2.493, διαναπαυόμενος τὰς ἱερὰς ἑβδομάδας tomándose un descanso el sagrado día séptimo Ph.2.197, cf. D.P.Au.3.22, Porph.Marc.4.

German (Pape)

[Seite 591] (s. παύω), dazwischen ausruhen lassen, τινά, Plat. Polit. 257 c; δύναμιν, Pol. 5, 6 στρατόν, Plut. Marcell. 6; Anton. 38; τὸ συνεχὲς τοῦ πλοῦ, unterbrechen, Luc. am. 7. – Med., dazwischen ausruhen, sich erholen, Plat. Conv. 191 c; Luc. Necyom. 14.

French (Bailly abrégé)

1 donner un intervalle de repos, laisser se reposer qqe temps, acc.;
2 interrompre;
Moy. διαναπαύομαι prendre un peu de repos.
Étymologie: διά, ἀναπαύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δι-αναπαύω act. met acc., causat. doen rusten, een pauze gunnen, laten rusten:. τὸ σῶμα het lichaam Hp. Nat. Hom. 15; τὸν στρατόν het leger Plut. Ant. 38.1. onderbreken:. τὸ συνεχὲς τοῦ μεταξὺ πλοῦ δ. de constante vaaretappes te onderbreken Luc. 49.7. med.-pass. intrans. (uit)rusten, een pauze nemen, pauzeren.

Russian (Dvoretsky)

διαναπαύω:
1 давать от времени до времени передышку (σῶμα, στρατόν Plut.): δ. δύναμιν Polyb. дать отдых войску; διαναπαύσωμεν αὐτόν Plat. дадим ему передышку; δ. τὸ συνεχὲς τοῦ πλοῦ Luc. сделать остановку после непрерывного плавания;
2 от времени до времени отдыхать Arst., med. Plat., Luc.

Greek (Liddell-Scott)

διαναπαύω: παρέχω εἴς τινα διάλειμμα ἀναπαύσεως, ἀφίνω τινὰ νὰ ἀναπαυθῇ ἐπ’ ὀλίγον, μετ’ αἰτ., Ἱππ. Ἀφ. 1246, Ἀριστ. Πολ. 8. 5, 12· διακόπτω τινά, τό συνεχὲς Λουκ. Ἕρως. 7. - Μέσ., ἀναπαύομαι ἐπ’ ὀλίγον, Πλάτ. Συμπ. 191C, Νόμ. 625Β.

Greek Monolingual

(AM διαναπαύω)
1. επιτρέπω την κατά διαλείμματα ανάπαυση
2. παρέχω διαλείμματα αναπαύσεως
3. διακόπτω για λίγο
μέσ. αναπαύομαι για λίγη ώρα.