Φοίβη

From LSJ
Revision as of 13:45, 25 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Φοίβη Medium diacritics: Φοίβη Low diacritics: Φοίβη Capitals: ΦΟΙΒΗ
Transliteration A: Phoíbē Transliteration B: Phoibē Transliteration C: Foivi Beta Code: *foi/bh

English (LSJ)

ἡ, Phoebe, daughter of Uranus and Gaia, Hes. Th. 136, 404, A. Eu. 7; acc. to others the mother of Phoebus, ib. 8; later, epithet of Artemis, Verg. G. 1.431, etc.

Russian (Dvoretsky)

Φοίβη: ἡ Феба
1 дочь Урана и Геи, мать Астерии и Лето Hes.;
2 дочь Левкиппа, похищенная Диоскурами вместе с сестрой Гилаирой Eur., Theocr.;
3 дочь Леды Eur.

Greek (Liddell-Scott)

Φοίβη: ἡ, Λατ. Phoebe, μία τῶν θυγατέρων τοῦ Οὐρανοῦ καὶ τῆς Γῆς τεκοῦσα ἐκ τοῦ Κοίου τὴν Λητὼ καὶ τὴν Ἀστερίην, Φοίβην τε χρυσοστέφανον Ἡσ. Θεογ. 136· Φοίβη δ’ αὖ Κοίου πολυήρατον ἦλθεν εἰς εὐνήν· κυσαμένη δή... Λητὼ κυανόπεπλον ἐγείνατο... γείνατο δ’ Ἀστερίην αὐτόθι 404, Αἰσχύλ. Εὐμ. 7· κατ’ ἄλλους ἐκαλεῖτο οὕτωςμήτηρ τοῦ Φοίβου, ἴδε ἐν λέξ. Φοῖβος, Αἰσχύλ. Εὐμ. 8· ― παρὰ δὲ μεταγεν. Φοίβη εἶνε σύνηθες ἐπώνυμον τῆς Ἀρτέμιδος, Οὐεργ. Γεωργ. 1. 341, κλπ. ― Πρβλ. Φοῖβος.

English (Strong)

feminine of phoibos (bright; probably akin to the base of φῶς); Phœbe, a Christian woman: Phebe.

English (Thayer)

Φοιβης, ἡ (literally, 'bright', 'radiant'), Phoebe or Phebe, a deaconess of the church at Cenchreae, near Corinth διάκονος, 2at the end)).

Greek Monolingual

η, ΝΑ
βλ. Φοίβος.

Greek Monotonic

Φοίβη: ἡ, Λατ. Phoebé, μια από τις κόρες του Ουρανού και της Γαίας, σε Ησίοδ.· μητέρα του Φοίβου, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

Φοίβη, ἡ,
Lat. Phoebe, one of the daughters of Uranus and Gaia, Hes.; mother of Phoebus, Aesch.

Chinese

原文音譯:Fo⋯bh 否卑
詞類次數:專有名詞(1)
原文字根:非比
字義溯源:非比;堅革哩教會的女執事,保羅將其舉薦給在羅馬的教會,請他們接待她( 羅16:1)。字義:發光的,源自(Φοίβη)X*=光亮的),源自(φῶς)=光),而 (φῶς)又出自(φαῦλος)Y=在懼怕中*)
出現次數:總共(1);羅(1)
譯字彙編
1) 非比(1) 羅16:1

French (New Testament)

ης (ἡ) Phœbé, diaconesse de l'église de Cenchrées, près de Corinthe
φοῖβος