θλάσις
Δόλιον γὰρ ἄνδρα φεῦγε παρ' ὅλον τὸν βίον → Dum vivis, insidiosos curriculo fuge → Den Hinterhältigen fliehe, dein ganzes Leben lang
English (LSJ)
[ᾰ], εως, ἡ, (θλάω) crushing, bruising, Arist.Mete.386a18, Pr.890a2, Thphr.Lass.18, Dsc.2.170 (pl.), S.E.M.6.40.
German (Pape)
[Seite 1212] ἡ, das Quetschen, Zerdrücken, Eindrücken; Arist. Meteorl. 4, 9; Theophr. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
θλάσις: -εως, ἡ, (θλάω) σύντριψις, σπάσιμον, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 9, 10, Προβλ. 9. 4, 3· πρβλ. θλάστης. ᾰ: μακρὸν δὲ μόνον παρὰ Παύλ. Σιλ..
Russian (Dvoretsky)
θλάσις: εως (ᾰ) ἡ
1 раздавливание, разминание, раздробление (θλῖψις καὶ θλάσις Arst.);
2 вдавление, вмятина (ἡ θλάσις σπόγγου οὐ μένει Arst.).
Greek Monolingual
η (ΑΜ θλάσις) θλω
σπάσιμο, συντριβή, θραύση, ρήξη, σύνθλιψη, κομμάτιασμα, τσάκισμα
νεοελλ.
1. ιατρ. ρήξη τών ιστών, χωρίς λύση της συνέχειας του δέρματος, που προκαλείται από αμβλύ όργανο και συνοδεύεται συνήθως από εκχυμώσεις ή εσωτερική αιμορραγία, μωλώπισμα
2. φρ. «σημείο θλάσεως» — η κορυφή της γωνίας που σχηματίζεται από τη θλάση της ευθείας.