σιτοδόκος

From LSJ
Revision as of 15:50, 25 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")

Ὥσπερ οἱ ἐρωτικοὶ ἀπὸ τῶν ἐν αἰσθήσει καλῶν ὁδῷ προϊόντες ἐπ' αὐτὴν καταντῶσι τὴν μίαν τῶν καλῶν πάντων καὶ νοητῶν ἀρχήν → Just as lovers systematically leave behind what is fair to sensation and attain the one true source of all that is fair and intelligible

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῑτοδόκος Medium diacritics: σιτοδόκος Low diacritics: σιτοδόκος Capitals: ΣΙΤΟΔΟΚΟΣ
Transliteration A: sitodókos Transliteration B: sitodokos Transliteration C: sitodokos Beta Code: sitodo/kos

English (LSJ)

ον, A receptive of corn or bread, πήρα, γαστήρ, AP6.95 (Antiphil.), 11.60 (Paul. Sil.); later σῑτο-δόχος (q.v.). II Subst. σιτοδόκος, , keeper of corn, Hp.Epid.4.25.

German (Pape)

[Seite 885] Getreide, Brot oder sonst Nahrung aufnehmend, enthaltend; γαστήρ, Paul. Sil. 40 (XI, 60); πήρα, Antiphil. 4 (VI, 95).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui reçoit ou contient du blé ou des aliments.
Étymologie: σῖτος, δέκομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σιτοδόκος -ον [σῖτος, δέχομαι] graanopnemend; subst. τὸ σιτοδόκον graanopslagplaats. Hp.

Russian (Dvoretsky)

σῑτοδόκος:
1 принимающий пищу (γαστήρ Anth.);
2 содержащий продовольствие (πήρα Anth.).

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ, και σιτοδόχος, Μ
1. αυτός στον οποίο τοποθετείται σιτάρι («πήραν μέτρου σιτοδόκον», Ανθ. Παλ.)
2. αυτός που δέχεται την τροφήσιτοδόχος γαστήρ», Παύλ. Σιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + -δόκος / -δόχος (< δέχομαι), πρβλ. ξενο-δόκος: ξενο-δόχος].

Greek Monotonic

σῑτοδόκος: -ον (δέχομαι), αυτός που περιέχει τρόφιμα ή σιτηρά, σε Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

σῑτοδόκος: -ον, ὁ περιλαμβάνων, περιέχων τροφήν, πήρα, γαστὴρ Ἀνθ. Π. 6. 95., 11. 60.

Middle Liddell

σῑτο-δόκος, ον, δέχομαι
holding food, Anth.