συνδιαμένω
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
English (LSJ)
stand one's ground with others, X.Cyr.4.5.53, Arist.EE1235b9; to be fixed also, Gal.18(2).767.
German (Pape)
[Seite 1007] (s. μένω), mit od. zugleich verbleiben u. aushalten, Xen. Cyr. 4, 5, 53.
French (Bailly abrégé)
rester jusqu’au bout avec.
Étymologie: σύν, διαμένω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-διαμένω mede stand houden tot het einde.
Russian (Dvoretsky)
συνδιαμένω:
1 оставаться вместе Xen.;
2 проявлять выдержку, быть стойким (ἐν ἀτυχίαις Arst.).
Greek Monolingual
Α διαμένω
1. παραμένω μαζί με άλλον
2. στερεώνομαι ακόμη πιο πολύ.
Greek Monotonic
συνδιαμένω: διαμένω, παραμένω από κοινού με άλλους, σε Ξεν.
Greek (Liddell-Scott)
συνδιαμένω: διαμένω, παραμένω ὁμοῦ, συγκαρτερῶ, τηρῶ τὴν θέσιν μου, Ξεν. Κύρ. 4. 5, 53, Ἀριστ. Ἠθικ. Εὐδήμ. 7. 1, 13.