ἀνωφέλητος
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
ον, A unprofitable, useless, τινί to one, A. Ch.752: abs., S.Ant.645, El.1144; γῆ X.Cyr.1.6.11. II helpless, ἄνθρωπος Eup.377; ἀ. καὶ θεοῖς ἐχθρός Stratt.9 D.
Spanish (DGE)
-ον
1 inútil ἐμοί A.Ch.752, ἀ. καὶ θεοῖς ἐχθρός Stratt.71c
•abs. τέκνα S.Ant.645, τροφή S.El.1144, γῆ X.Cyr.1.6.11.
2 desvalido ἄνθρωπος Eup.377.
German (Pape)
[Seite 269] 1) nicht genutzt, unbenutzt, z. B. ein unbestellter Acker, Xen. Cyr. 1, 6, 11. – 2) nach Phryn. B. A. 24 ἰδίως ἐπὶ τοῦ μὴ δυναμένου ἢ μὴ βουλομένου ὠφεληθῆναι; bei Eupolis ἄνθρωπος, hoffnungslos, dem nichtzu helfen ist, οἱ δὲ πολλοὶ ἐπὶ τοῦ μὴ ὠφελεῖν θέλοντος ἢ δυναμένου; nutzlos, ἀνωφέλητα τλῆναι Aesch. Ch. 741; nichtsnutzig, Soph. Ant. 645; fruchtlos, vergeblich, El. 1144.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui ne procure aucun profit.
Étymologie: ἀ, ὠφελέω.
Russian (Dvoretsky)
ἀνωφέλητος:
1 неиспользуемый, не приносящий пользы (γῆ Xen.);
2 бесполезный, бесплодный, напрасный (τροφή Soph.): ἀνωφέλητα τλῆναι Aesch. напрасно страдать;
3 негодный (τέκνα Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνωφέλητος: -ον, ἀνωφελής, μάταιος, ἄχρηστος, τινί, εἴς τινα Αἰσχύλ. Χ. 752· ἀπολ., Σοφ. Ἀντ. 645, Ἠλ. 1144· γῆ Ξεν. Κύρ. 1. 6, 11. ΙΙ. ἀνωφ. ἄνθρωπος, «ἐπὶ τοῦ μὴ δυναμένου ἢ μὴ βουλομένου ὠφεληθῆναι», Εὔπολις ἐν Ἀδήλ. 87 (Α. Β. 4, 24).
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀνωφέλητος -ον)
1. ανώφελος, άχρηστος
2. αυτός που δεν μπορεί ή δεν θέλει να ωφεληθεί από κάτι.
Greek Monotonic
ἀνωφέλητος: -ον (ὠφελέω), ανωφελής, μάταιος, άχρηστος, σε Σοφ.· τινι, σε κάποιον, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
ὠφελέω
unprofitable, useless, Soph.; τινι to one, Aesch.