ἄτοκος

From LSJ
Revision as of 18:00, 25 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")

Ὑπὸ γὰρ λόγων ὁ νοῦς μετεωρίζεται ἐπαίρεταί τ' ἄνθρωπος → Borne up by words, the mind soars aloft, and we reach the heights (Aristophanes, Birds 1447f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄτοκος Medium diacritics: ἄτοκος Low diacritics: άτοκος Capitals: ΑΤΟΚΟΣ
Transliteration A: átokos Transliteration B: atokos Transliteration C: atokos Beta Code: a)/tokos

English (LSJ)

ον, A having never yet brought forth, Hdt.5.41, E.El. 1127; ἄ. ὑπὸ νούσου barren... Hp.Aër.3; δι' ἡλικίαν Pl.Tht.149c; of mules, Arist.APr.67a35. II not bearing interest, χρήματα Pl.Lg. 921c, cf.D.53.12, SIG330.7 (Ilium), etc.: neuter plural as adverb, PAmh. 2.50.10 (ii B. C.),al. 2 not paying interest, Arist.Oec.1350a11.

Spanish (DGE)

-ον
I 1que no ha parido γίνεται δὲ πάντα μᾶλλον τῇσιν ἀτόκοισιν Hp.Mul.1.62, Epid.6.7.8, τρίβων γὰρ οὐκ εἴμ', ἄ. οὖσ' ἐν τῷ πάρος E.El.1127.
2 estéril ἄτοκοι ἐκ ... ταύτης τῆς νούσου γίνονται Hp.Nat.Mul.14, cf. 21, Mul.1.63, Steril.230, ἡ προτέρη γυνὴ τὸν πρότερον χρόνον ἄ. ἐοῦσα τότε κως ἐκύησε Hdt.5.41, ταῖς δι' ἡλικίαν ἀτόκοις Pl.Tht.149c, de animales ἡμίονος ἄ. Arist.APr.67a35.
II que no produce interés del dinero τῶν ἄλλων ἀτόκων χρημάτων Pl.Lg.921c, Arist.Oec.1250a11, cf. OGI 46.6 (Halicarnaso III a.c), δραχμὰς ἀτόκους POxy.729.16 (II d.C.), de un anticipo o préstamo ἔχειν παρὰ Ζήνωνος πρόδομα ἄτοκον BGU 1262.17 (III a.C.), cf. IG 7.3172.20 (Orcómeno III a.C.)
subst. neutr. ὅσοι ἂν προδανείσωσιν ἄτοκα OGI 46.6 (Halicarnaso III a.C.), de cantidades de trigo como pago de un arrendamiento πυροῦ ἀρτάβας ... ἀτόκους BGU 1005.3 (III a.C.)
neutr. como adv. sin interés ἐδάνεισε ... ἄτοκον ἀργυρίου ... δραχμάς PHib.89.8 (III a.C.), ἐδάνεισεν ... δραχμὰς δισχιλίας ἄτοκα εἰς ἡμέρας τριάκοντα PAmh.50.10 (II a.C.), cf. PGrenf.1.18.13, 2.18.9 (ambos II a.C.).

German (Pape)

[Seite 387] 1) unfruchtbar, Eur. El. 1127; δι' ἡλικίαν Plat. Theaet. 149 c; noch nicht geboren habend, Ath. IX, 375 b; Her. 5, 41. – 2) ohne Zinsen, χρήματα Plat. Legg. XI, 991 c u. Folgde.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui n’a pas encore enfanté;
2 qui n’enfante pas, stérile ; qui ne produit pas d'intérêts.
Étymologie: , τίκτω.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἄτοκος, -ον) τόκος
Ι. 1. ανίκανος για τεκνοποίηση, στείρος
2. αυτός που δεν έχει τεκνοποιήσει ακόμη
3. (για χρηματικά ποσά) εκείνος που δεν αποφέρει τόκο
αρχ.
όποιος δεν καταβάλλει τόκους στον δανειστή
II. επίρρ. άτοκα (AM ἀτόκως, Α και ἀτοκί και -κεί)
χωρίς τόκο.

Greek Monotonic

ἄτοκος:I. αυτός που δεν έχει γεννήσει ποτέ μέχρι τώρα, αυτός που ποτέ δεν είχε παιδί, σε Ξεν.
II. αυτός που δεν αποφέρει τόκο, χρήματα, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἄτοκος:
1 никогда не рожавшая (γυνή Her., Eur.);
2 бесплодная (δι᾽ ἡλικίαν Plat.);
3 не приносящий процентов (χρήματα Plat., Arst., Dem.).

Middle Liddell


I. having never yet brought forth, never having had a child, Hdt., Eur.
II. not bearing interest, Plat.