ἐπίλειψις
From LSJ
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
English (LSJ)
εως, ἡ, deficiency, lack, ὀρνίθων Th.2.50; τῆς δυνάμεως Plu.2.695d; τελῶν CIG2695b (Mylasa).
German (Pape)
[Seite 957] ἡ, Mangel, Ausbleiben, ὀρνίθων Thuc. 2, 50; τῆς δυνάμεως Plut. Symp. 6, 8, 6.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
manque, défaut de.
Étymologie: ἐπιλείπω.
Greek Monolingual
ἐπίλειψις, ἡ (Α) επιλείπω
έλλειψη, εξαφάνιση («ὀρνίθων ἐπίλειψις ἐγένετο» — χάθηκαν τα πουλιά που τρώγουν πτώματα, Θουκ.).
Greek Monotonic
ἐπίλειψις: -εως, ἡ, ανεπάρκεια, έλλειψη, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπίλειψις: εως ἡ
1 убыль, исчезновение (ὀρνίθων Thuc.);
2 недостаток, отсутствие (τῆς δυνάμεως Plut.).
Middle Liddell
ἐπίλειψις, εως [from ἐπιλείπω
a deficiency, lack, Thuc.