πίννα

From LSJ
Revision as of 15:48, 26 November 2022 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source

German (Pape)

[Seite 617] und πίννη, ἡ, die Steck- oder Steckmuschel, die sich im Meeresgrunde mit einer Art seidener Fäden befestigt (s. Folgds); eine Art derselben soll auch die orientalischen Perlen erzeugen, Arist. H. A. 5, 15; Ath. III, 89 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
pinne marine, coquillage ; pê nacre.
Étymologie: DELG prob. mot méditerranéen.

Russian (Dvoretsky)

πίννα:пинна (моллюск с двустворчатой раковиной, дававший шелковистые нити и перламутр) Arst.

Greek (Liddell-Scott)

πίννα: καὶ πίννη, ἡ, τὸ γνωστὸν δίθυρον ὀστρακόδερμον μετὰ μακροῦ ὀστράκου καὶ μεταξώδους πώγωνος· τῆς πίννης διάφορα εἴδη εὕρηνται ἐν τῇ Μεσογ. Θαλάσσῃ συχνάκις μνημονευόμενα ὡς ἔδεσμα ἐξαίρετον, παρὰ τοῖς Κωμ. ποιηταῖς, π. χ. παρὰ Κρατίνῳ ἐν «Ἀρχιλόχοις» 5, Φιλυλλ. ἐν «Πόλεσι» 1· περιγράφεται ὑπὸ τοῦ Ἀριστ. ἐν τῷ π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 4, 6 κἑξ., 5. 15, 17, κτλ.· πρβλ. πιννοτήρης, -φύλαξ· τὸν πώγωνα αὐτῆς μετεχειρίζοντο ὡς μέταξαν, πρβλ. πιννικός· εἶδός τι αὐτῶν παράγει μαργαρίτας, ἴδε Ἀθήν. 93Ε, πρβλ. πιννικόν. ― Φέρεται δι’ ἑνὸς ν, πῖνα, παρὰ τῷ Χοιροβοσκ. ἐν τοῖς Κραμ. Ὀξ. Ἀνεκδ. τ. 2, 250. ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογ. τόμ Α΄, σ. 15.

Greek Monolingual

και πίνα και πίνη, η, ΝΜΑ
γένος μεγαλόσωμων μαλακίων, με τριγωνικό και επίμηκες όστρακο που έχει αιχμηρό κλείθρο και καλύπτεται με μεγάλα λέπια σε ευθύγραμμές σειρές, ενώ ο βύσσος του αποτελείται από πάμπολλα λεπτά επιμήκη νημάτια σαν μετάξι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πιθ. η λ. είναι μεσογειακής προέλευσης. Η σύνδεση της με το εβρ. penin θεωρείται αμφίβολη. Τα χειρόγραφα παραδίδουν γενικά τη λ. με δύο -νν- ενώ, οι πάπυροι και οι επιγραφές με ένα -ν-].

Greek Monotonic

πίννα: και πίννη, ἡ, πίννα, οστρακοειδές μαλάκιο με μεταξωτά γενάκια, σε Κωμ.

Middle Liddell

πίννα, ανδ πίννη, ἡ,
the pinna, a bivalve, with a silky beard, Com.

Mantoulidis Etymological

καί πίννη (=εἶδος ὀστρακόδερμου). Μεσογειακή λέξη.