ἐκκορίζω
Τῶν εὐτυχούντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Homines amici sunt omnes felicibus → Nur derer, die im Glück sind, Freund ist jeder Mensch
English (LSJ)
(κόρις) A to clear of bugs, AP9.113 (Parmen.), cf.foreg. II (κόρη) sens. obsc., take the virginity, deflorate, deflower, Eup.233.
Spanish (DGE)
1 limpiar esp. de chinches τί ... μ' ἐκκορίζεις ὡσπερεὶ κλιντήριον; Ar.Fr.277, cf. Thphr.Char.22.12, τοὺς κόρις ἐκκορίσας habiendo limpiado de chinches, AP 9.113 (Parmen.).
2 desvirgar τὸν κύσθον ἐκκορίζειν Eup.247.
German (Pape)
[Seite 764] auswanzen, τοὺς κόρις Parmen. 11 (IX, 113); vgl. Eupol. Schol. Ar. Pax 1176.
French (Bailly abrégé)
déflorer.
Étymologie: ἐκ, κόρη.
Russian (Dvoretsky)
ἐκκορίζω: шутл. (о клопах) уничтожать (τοὺς κόρις Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐκκορίζω: (κόρις) «ξεκοριάζω», φονεύω κοριούς, «οἱ κόρις ἄχρι κόρου κορέσαντό μου, ἀλλ’ ἐκορέσθην ἄχρι κόρου καὐτὸς τοὺς κόρις ἐκκορίσας» Ἀνθ. Π. 9. 113. ΙΙ. ἐπὶ αἰσχρᾶς σημασίας, Εὔπολ. ἐν «Πόλεσιν» 3.
Greek Monolingual
ἐκκορίζω (Α)
1. σκοτώνω κοριούς
2. διακορεύω.
Greek Monotonic
ἐκκορίζω: μέλ. -σω (κόρις), καθαρίζω από κοριούς, σε Ανθ.