ἀνέορτος

From LSJ
Revision as of 19:04, 28 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2;")

Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)

Menander, Monostichoi, 135
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνέορτος Medium diacritics: ἀνέορτος Low diacritics: ανέορτος Capitals: ΑΝΕΟΡΤΟΣ
Transliteration A: anéortos Transliteration B: aneortos Transliteration C: aneortos Beta Code: a)ne/ortos

English (LSJ)

ον, without festival, Alciphr.3.49; ἑορταί ἀνέορτοι = festivals unkept, D.H.8.25, but, impious festivals, Ph.2.320: c. gen., ἀνέορτος ἱερῶν without share in festal rites, E.El.310.

Spanish (DGE)

-ον
1 de pers. que no participa en una fiesta ἀ. ἱερῶν καὶ χορῶν τητωμένη E.El.310.
2 de celebraciones no festivo πάντα de una boda, Alciphr.3.13.3, cf. Gr.Naz.M.36.13A
no acompañado de diversiones ἑορταί D.H.8.25, cf. Ph.2.320.

German (Pape)

[Seite 224] ohne Fest, nicht feierlich, Alciphr. 3, 49; καὶ ἄθυτος D. Hal. 8, 25; ἱερῶν setzt Eur. El. 308 noch hinzu.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans fête :
1 non fêté;
2 exclu des fêtes ; en gén. exclu de, gén..
Étymologie: , ἑορτή.

Russian (Dvoretsky)

ἀνέορτος: непраздничный: ἀ. ἱερῶν Eur. отстраненный от участия в праздничных священнодействиях.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνέορτος: -ον, ὁ ἄνευ ἑορτῆς, Ἀλκίφρων 3. 49· ἑορταὶ ἀνέορτοι, ἑορταὶ μὴ τηρούμεναι, Διον. Ἁλ. 8. 25: μετὰ γεν., ἀνέορτος ἱρῶν, ἀμέτοχος ἑορταστικῶν τελετῶν, Εὐρ. Ἠλ. 310.

Greek Monolingual

ἀνέορτος, -ον (Α)
εκείνος που δεν συμμετέχει σε εορταστικές εκδηλώσεις.

Greek Monotonic

ἀνέορτος: -ον (ἑορτή), αυτός που δεν έχει εορτή, με γεν., ἀν. ἱερῶν, χωρίς μερίδιο, χωρίς συμμετοχή στις εορταστικές τελετές, σε Ευρ.

Middle Liddell

ἑορτή
without festival, c. gen., ἀν. ἱερῶν without share in festal rites, Eur.