ἀπημοσύνη
Διὰ τὰς γυναῖκας πάντα τὰ κακὰ γίγνεται → Mala non videbis fieri nisi per mulieres → Das Leid erwächst uns durch die Frauen allesamt
English (LSJ)
ἡ, A freedom from harm, safety, Thgn.758, IG12(5).215 (Paros). 2 harmlessness, Opp.H.2.647.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
1 salvación, seguridad ἐπ' ἀπημοσύνῃ = para dar protección Thgn.758, ἐν ἀπημοσύνῃ IG 12(5).215 (Paros).
2 no nocividad de los mújoles ἀπημοσύνῃ νέμονται se alimentan sin hacer daño Opp.H.2.647
• fig. inocencia, IG 10(2).108.8 (II a.C.).
German (Pape)
[Seite 290] ἡ, Unverletztheit, Gesundheit, Theogn. 736; Ep. ad. 313 (App. 372).
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
1 absence de souffrance;
2 innocuité.
Étymologie: ἀπήμων.
Russian (Dvoretsky)
ἀπημοσύνη: ἡ отсутствие физических страданий, т. е. безукоризненное здоровье Anth.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπημοσύνη: ἡ, ἡ ἔλλειψις βλάβης, ἀβλάβεια, Θεόγν. 758, Ἐπιγρ. Ἑλλ. (προσθήκη) 750α. 2) τὸ μὴ βλάπτειν τινά, ἀπημοσύνῃ δὲ νέμονται ἅματος ἄχραντοι καὶ ἀκηδέες Ὀπ. Ἁλ. 2. 647.
Greek Monolingual
ἀπημοσύνη, η (Α)
1. έλλειψη συμφοράς, ασφάλεια, ακεραιότητα
2. αθωότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + πημονή, παράλληλος τ. της λ. πήμα].
Greek Monotonic
ἀπημοσύνη: ἡ (ἀπήμων), έλλειψη βλάβης, ακεραιότητα, υγεία, σε Θεόγν.