συσσεύω
θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)
English (LSJ)
urge on together, βοῶν κάρηνα h.Merc.94; συνεσσεύοντο Ποιναί Orph.A.982.
French (Bailly abrégé)
pousser ensemble ou en même temps;
Moy. συσσεύομαι s'élancer ensemble.
Étymologie: σύν, σεύω.
Russian (Dvoretsky)
συσσεύω: (только aor. συνέσευα) вместе гнать вперед, погонять (βοῶν κάρηνα HH).
Greek (Liddell-Scott)
συσσεύω: ὁμοῦ θέτω εἰς κίνησιν, ὁμοῦ ἐπισπεύδω, βοῶν κάρηνα Ὁμηρ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 94· συνεσσεύοντο Ποιναὶ Ὀρφ. Ἀργ. 980.
Greek Monolingual
Α
θέτω μαζί σε κίνηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + σεύω «θέτω σε γρήγορη κίνηση, διώχνω»].
Greek Monotonic
συσσεύω: θέτω μαζί σε κίνηση, επισπεύδω συλλήβδην· βοῶν κάρηνα, σε Ομηρ. Ύμν.
Middle Liddell
to urge on together, βοῶν κάρηνα Hhymn.
German (Pape)
(σεύω), mit, zugleich treiben, antreiben, in Bewegung setzen (?).