χαμαίμηλον

From LSJ
Revision as of 12:59, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{trml.*}}\n)({{.*}}$)" to "$2 $1")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὐ γὰρ εἰς περιουσίαν ἐπράττετ' αὐτοῖς τὰ τῆς πόλεως → for selfish greed had no place in their statesmanship

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χᾰμαίμηλον Medium diacritics: χαμαίμηλον Low diacritics: χαμαίμηλον Capitals: ΧΑΜΑΙΜΗΛΟΝ
Transliteration A: chamaímēlon Transliteration B: chamaimēlon Transliteration C: chamaimilon Beta Code: xamai/mhlon

English (LSJ)

τό,
A earth-apple, camomile, chamomile, Orph.A.921.
2 = ἀνθεμὶς λευκή, Dsc.3.137, Plin.HN22.53.
3 = παρθένιον, Ps.-Dsc.3.138.

Greek (Liddell-Scott)

χᾰμαίμηλον: τό, φυτὸν καὶ ἄνθος, «χαμόμηλον», «χαμομῆλι», Ὀρφ. Ἀργον. 919· ἐκλήθη δὲ οὕτως ἐκ τῆς ὀσμῆς τοῦ ἄνθους, ἴδε Διοσκ. 3. 144, Πλίν, 22. 26.

Spanish

camomila

Greek Monolingual

το, Ν
1. βοτ. κοινή ονομασία του γένους αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών chamomilla, παλαιότερα ματρικάρια, που ανήκει στην οικογένεια σύνθετα της τάξης φαβώδη
2. είδος αφεψήματος που παρασκευάζεται από τις ταξιανθίες του είδους Chamomilla recutita και έχει φαρμακευτικές ιδιότητες
3. φρ. «άγριο χαμομήλι» ή, απλώς, «αγριοχαμομήλι»
βοτ. κοινή ονομασία τών ειδών του γένους ανθεμίς και, ιδίως, του είδους Αnthemis nobilis ή Chamaemelum nobile, τα άνθη του οποίου χρησιμοποιούνται για την παρασκευή αφεψήματος με φαρμακευτικές ιδιότητες ανάλογες του χαμομηλιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. χαμαίμηλον, μέσω ενός αμάρτυρου υποκορ. χαμομήλιον].

Léxico de magia

τό bot. camomila oculta bajo nombre secreto (στῆρ) ἀπὸ κοιλίας· χ. grasa del vientre es camomila P XII 443

German (Pape)

τό, eigtl. Erdapfel, unsere Camille, wegen des apfelähnlichen Geruchs ihrer Blüte so benannt, sonst ἀνθεμίς; Orph. Arg. 924; Diosc.

Translations

ar: بابونج; azb: بابانئح; cy: camri; el: χαμομήλι; en: chamomile; fa: بابونه; fr: camomille; ga: fíogadán; gv: camomile; inh: моажолг; jv: camomile; ka: გვირილა; ko: 캐모마일; pt: camomila; ro: mușețel; sd: بابونو; simple: chamomile; tr: papatya; zh_yue: 洋甘菊