μυρρίς
οὕτως ἔσονται οἱ ἔσχατοι πρῶτοι καὶ οἱ πρῶτοι ἔσχατοι· πολλοὶ γάρ εἰσι κλητοί, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί → so the last shall be first and the first last for many be called but few chosen
English (LSJ)
ίδος, ἡ, sweet cicely, cicely, garden myrrh, myrrh, sweet chervil, Myrrhis odorata, Dsc.4.115: μυρίς, Thphr.CP6.9.3.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
sorte de plante semblable au myrte.
Étymologie: μύρρα.
Greek (Liddell-Scott)
μυρρίς: -ίδος, ἡ, φυτόν τι τῷ καυλῷ καὶ τοῖς φύλλοις ὅμοιον κωνείῳ, myrrhis odorata, Διοσκ. 4. 116· μυρὶς παρὰ Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 9, 3.
Greek Monolingual
η (Α μυρρίς και μυρίς)
αρωματικό φυτό με καρπούς που έχουν οσμή ανίθου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρρα + επίθημα -ίς, -ίδος (πρβλ. μυρίς, αναλογικά προς το μύρον)].
German (Pape)
ίδος, ἡ, ein myrtenähnliches Kraut, Diosc.
Translations
ar: بقدونس إفرنجي; arz: بقدونس افرنجى; ca: mirris; cs: čechřice vonná; cy: creithig bêr; da: spansk kørvel; de: Süßdolde, Myrrhenkerbel, Süßkerbel, Spanischer Kerbel, Aniskerbel; en: sweet cicely, cicely, garden myrrh, myrrh, sweet chervil; et: mesiputk; fa: چتردار شیرین; fi: saksankirveli; ga: lus áinleoige; hr: mirisna čehulja; is: spánarkerfill; ja: スイートシスリー; kk: миррис; ko: 시슬리; lt: garduoklė; nl: roomse kervel; nn: spansk kjørvel; no: spansk kjørvel; pl: marchewnik anyżowy; pms: myrrhis odorata; ru: миррис; simple: cicely; sl: dišeči kromač; sv: spansk körvel; uk: мірис запашний; wa: cierfouy di pidjon; zh: 茉莉芹