βαδιστικός

From LSJ
Revision as of 13:42, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+), ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2, $3$4 ")

Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch

Menander, Monostichoi, 441
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βαδιστικός Medium diacritics: βαδιστικός Low diacritics: βαδιστικός Capitals: ΒΑΔΙΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: badistikós Transliteration B: badistikos Transliteration C: vadistikos Beta Code: badistiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A good at walking, Ar.Ra.128, Thphr.Fr.180; able to walk, Simp.in Ph.887.17; τὸ β. that which is capable of walking, Arist.Int.21b16; ποὺς… ὄργανον β. Gal.UP2.9. Adv. βαδιστικῶς Porph.Gaur.1.3. II for riding animals, στάβλον POxy.146.1 (vi A. D.).

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1apto para andar ὡς ὄντος γε μὴ βαδιστικοῦ pues no soy buen andarín Ar.Ra.128, ποὺς μὲν ἦν ὄργανον βαδιστικόν Gal.3.127, σανδάλια βατιστικά (l. βαδ-) PCornell 33.1 (III d.C.)
capaz de andar de aves, Thphr.Fr.180, καθὸ δὲ βαδιστικὸς βαδίζει Simp.in Ph.885.18
subst. τὸ βαδιστικόν lo que tiene la capacidad de andar δύναται γὰρ καὶ μὴ βαδίζειν τὸ βαδιστικόν Arist.Int.21b16, cf. Plot.6.3.22.
2 de anim. que sirve para montar, de silla βαδιστικὰ πορεῖα PLond.1973.3 (III a.C.), στάβλος β. establo para animales de montar, POxy.146.1 (VI d.C.), 138.10 (VII d.C.), cf. PTeb.701.71 (III a.C.).
II adv. βαδιστικῶς = a la manera del que pasea Porph.Gaur.1.3.

German (Pape)

[Seite 423] gern gehend, gut zu Fuß, Ar. Ran. 128; zum Gehen geschickt, Theophr.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
propre à marcher ; bon marcheur.
Étymologie: βαδίζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βαδιστικός -ή -όν βαδίζω goed in lopen, goed ter been.

Russian (Dvoretsky)

βᾰδιστικός:опытный пешеход Arph.

Greek (Liddell-Scott)

βαδιστικός: -ή, -όν, καλός, ἱκανὸς εἰς τὸ περιπατεῖν, Ἀριστοφ. Βάτρ. 128· τὸ βαδιστικόν, ἱκανότης πρὸς τὸ περιπατεῖν, Ἀριστ. Ἑρμην. 12. - Ἐπίρρ. -κῶς Ζωναρ.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α βαδιστικός, -ή, -όν) βαδιστής
αυτός που έχει την ικανότητα να βαδίζει
νεοελλ.
1. ο σχετικός με το «βάδισμα»
2. φρ. «ευθύς βαδιστικά»
(ο όρος αποδίδεται στους νεοσσούς πτηνών) που μπορούν να βαδίσουν αμέσως μετά την εκκόλαψη.

Greek Monotonic

βαδιστικός: -ή, -όν (βαδίζω), αυτός που είναι ικανός να περπατά, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

βαδίζω
good at walking, Ar.