αἰένυπνος
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
English (LSJ)
ον, giving eternal sleep, epithet of Death, S.OC1578 (lyr.).
Spanish (DGE)
-ον
que trae un sueño eterno epít. de la Muerte o Hades σέ τοι κικλήσκω τὸν αἰένυπνον S.OC 1578.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui dort éternellement.
Étymologie: ἀεί, ὕπνος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
αἰένυπνος -ον ἀεί, ὕπνος die eeuwige slaap geeft.
Russian (Dvoretsky)
αἰένυπνος: навеки усыпляющий (Γᾶς παῖς καὶ Ταρτάρου = θάνατος Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
αἰένυπνος: -ον, ὁ κοιμίζων τινὰ εἰς τὸν αἰώνιον ὕπνον, ἐπίθ. τοῦ θανάτου, Σοφ. Ο. Κ 1578.
Greek Monotonic
αἰένυπνος: -ον, αυτός που κοιμίζει κάποιον στον αιώνιο ύπνο, επίθ. για τον θάνατο, σε Σοφ.
Middle Liddell
lulling in eternal sleep, of Death, Soph.
German (Pape)
der ewige Schlaf, Tod, Soph. O.C. 1574, nach Hermanns Emend.