διασπαρακτός

From LSJ
Revision as of 13:46, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")

Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid

Menander, Monostichoi, 304-305
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διασπᾰρακτός Medium diacritics: διασπαρακτός Low diacritics: διασπαρακτός Capitals: ΔΙΑΣΠΑΡΑΚΤΟΣ
Transliteration A: diasparaktós Transliteration B: diasparaktos Transliteration C: diasparaktos Beta Code: diasparakto/s

English (LSJ)

ή, όν, torn to pieces, E.Ba.1220, Ael.NA12.7.

Spanish (DGE)

(διασπᾰρακτός) -ή, -όν
despedazado, destrozado del cuerpo de Penteo, E.Ba.1220
troceado, descuartizado διασπαρακτὰ κεῖται (κρέα βοῶν) γυμνὰ ὀστῶν Ael.NA 12.7.

German (Pape)

[Seite 603] zerrissen, Eur. Bacch. 1218.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
mis en lambeaux, déchiré.
Étymologie: διασπαράσσω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διασπαρακτός -ή -όν [διασπαράττω] aan stukken gescheurd.

Russian (Dvoretsky)

διασπᾰρακτός: разорванный на части, растерзанный (σῶμα Πενθέως Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

διασπαρακτός: -ή, -όν, κατεσπαραγμένος, εἰς τεμάχια κατεσχισμένος, Εὐρ. Βάκχ. 1220, Αἰλ. π. Ζ. 12. 7.

Greek Monotonic

διασπᾰρακτός: -ή, -όν, ξεσχισμένος σε κομμάτια, κατακρεουργημένος, σε Ευρ.

Middle Liddell

adj [from διασπᾰράσσω]
torn to pieces, Eur.