κατηβολή

From LSJ
Revision as of 13:49, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατηβολή Medium diacritics: κατηβολή Low diacritics: κατηβολή Capitals: ΚΑΤΗΒΟΛΗ
Transliteration A: katēbolḗ Transliteration B: katēbolē Transliteration C: kativoli Beta Code: kathbolh/

English (LSJ)

ἡ, A = τὸ ἐπιβάλλον, E.Frr.614,750. 2 = καταβολή 111, Hp. ap. Gal.19.11c, Pl.Hp. Mi.372e (cf. Sch.), Hsch., Phot. 3 = θυσία, τελετή, τὰ νομιζόμενα, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1400] ἡ (vgl. καταβολή), Fieberanfall, Ohnmacht, Galen.; vgl. Lob. zu Phryn. 699.

Greek (Liddell-Scott)

κατηβολή: ἴδε καταβολὴ ἐν τέλει.

Greek Monolingual

κατηβολή, ἡ (Α)
1. είδος εφήμερου εντόμου, για το οποίο λέγεται ότι γεννιέται και πεθαίνει την ίδια μέρα, το επιβάλλον (βλ. επιβάλλω)
2. περιοδική προσβολή νόσου, κρίση, παροξυσμός
3. επιβολή, αξίωμα
4. (κατά τον Ησύχ.) «θυσία, τελετή, τὰ νομιζόμενα».
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -βολή (< βάλλω)
το -η- ερμηνεύεται αναλογικά προς τους τ. επ-ήκοος, επ-ημοιβός, όπου το -η είναι προϊόν «εκτάσεως εν συνθέσει» (βλ. και επήβολος)].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατηβολή -ῆς, ἡ [καταβάλλω] koortsaanval.