πλανύττω
From LSJ
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
English (LSJ)
= πλανάομαι, wander about, Ar.Av.3.
German (Pape)
[Seite 625] = πλανάομαι, umherirren, Ar. Av. 3.
French (Bailly abrégé)
errer.
Étymologie: πλάνη.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πλανύττω [πλάνος] zwerven.
Russian (Dvoretsky)
πλᾰνύττω: бродить, блуждать Arph.
Greek Monolingual
ΜΑ, πλανύσσω Α
περιφέρομαι εδώ κι εκεί, πλανώμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός ενεστ. σε -ύττω, πιθ. ποιητικός τ. αντί του πλανῶμαι. Ο τ. πλαν-ύσσω πιθ. κατά τα ἀλύσσω, πτερύσσω].
Greek Monotonic
πλᾰνύττω: = πλανάομαι, περιπλανιέμαι ολόγυρα, σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
πλᾰνύττω: πλανάομαι, περιπλανῶμαι, Ἀριστοφ. Ὄρν. 3.