στυππειοπώλης

From LSJ
Revision as of 13:53, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στυππειοπώλης Medium diacritics: στυππειοπώλης Low diacritics: στυππειοπώλης Capitals: ΣΤΥΠΠΕΙΟΠΩΛΗΣ
Transliteration A: styppeiopṓlēs Transliteration B: styppeiopōlēs Transliteration C: styppeiopolis Beta Code: stulpw/lhs

English (LSJ)

ου, ὁ, dealer in oakum, Ar.Eq.129, Critias 70D., IG22.1570.24, 1572.8.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
marchand d'étoupes.
Étymologie: στυππεῖον, πωλέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στυππειοπώλης -ου, ὁ [στυππεῖον, πωλέω] touwwerkverkoper.

Greek Monolingual

ὁ, Α
πωλητής στυππείων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στυππεῖον «στουπί» + -πώλης].

Greek Monotonic

στῡππειοπώλης: -ου, ὁ (πωλέω), αυτός που εμπορεύεται, πουλάει στουπί, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

στυππειοπώλης: -ου, ὁ, ὁ πωλῶν στυππεῖον, Ἀριστοφ. Ἱππ. 129· πρβλ. στύππαξ. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 536.

Middle Liddell

στῡππειο-πώλης, ου, ὁ, πωλέω
a dealer in oakum, Ar.

English (Woodhouse)

seller of hemp, seller of tow

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

German (Pape)

στυπειοπώλης.