πρόπυλον

From LSJ
Revision as of 14:01, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5")

τὸ ἀνάλημμα καὶ τὴν ἐπ' αὐτοῦ κερκίδα → the retaining wall and the wedge of theatre seats supported by it

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόπυλον Medium diacritics: πρόπυλον Low diacritics: πρόπυλον Capitals: ΠΡΟΠΥΛΟΝ
Transliteration A: própylon Transliteration B: propylon Transliteration C: propylon Beta Code: pro/pulon

English (LSJ)

τό, freq. in plural, = προπύλαια, Hdt.2.91, Hp.Epid.4.42, S.El. 1375, E.HF523, etc.: in sg., IG12.891, Arist.Ath.15.4, AP6.114 (Simm.), IG22.1046. 13, Inscr. in PFay.p.32, Plu.2.363f, etc.

German (Pape)

[Seite 741] τό, wie προπύλαιον, der Vorhof; Soph. El. 1367; Eur. Herc. Fur. 523, τὰ πρόπυλα τῆς εἰς Πλούτωνος ὁδοῦ, Plat. Ax. 371 b.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
vestibule d'un temple, d'un palais.
Étymologie: πρό, πύλη.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρόπυλον -ου, τό [πρό, πύλη] meestal plur., poortgebouw (voor een tempel).

Russian (Dvoretsky)

πρόπῠλον: τό тж. pl. Her., Soph. etc. = προπύλαιον.

Greek Monotonic

πρόπῠλον: τό (πύλη), στον πληθ. όπως προπύλαια, σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.· στον ενικ., σε Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

πρόπῠλον: τό, (πύλη) τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., ταυτόσημον τῷ προπύλαια, τά, Ἡρόδ. 2. 91, Ἱππ. 1136C, Σοφ. Ἠλ. 1375, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 523, κτλ.· ἐν τῷ ἑνικῷ, Ἀνθ. Π. 6. 114, Πλούτ. 2. 363F, Συλλ. Ἐπιγρ. 2661, 3192, κ. ἀλλ.

Middle Liddell

πρόπῠλον, ου, τό, πύλη
in pl., like προπύλαια, Hdt., Soph., etc.; in sg., Anth.