δοτέος
ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην, πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → hard it is to learn the mind of any mortal or the heart, 'till he be tried in chief authority | it is impossible to know fully any man's character, will, or judgment, until he has been proved by the test of rule and law-giving
English (LSJ)
α, ον, (δίδωμι) A to be given, Hdt.8.111. II δοτέον one must give, Pl. R.452e, Alex.250, etc.; one must allow, c. inf., Luc.Abd.9.
Spanish (DGE)
-α, -ον
que debe ser dado σφι ... δοτέα εἶναι χρήματα Hdt.8.111, μισθὸς ἄρα τις δ. Arist.EN 1134b7, ἀλλ' ἐκεῖνα οὐ δοτέα Str.12.3.23.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
qu’il faut donner.
Étymologie: adj. verb. de δίδωμι.
Russian (Dvoretsky)
δοτέος: adj. verb. к δίδωμι.
Greek (Liddell-Scott)
δοτέος: -α, -ον, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ δίδωμι, ὃν πρέπει νὰ δώσῃ τις, Ἡρόδ. 8. 111. ΙΙ. δοτέον, πρέπει νὰ δώσῃ τις, αὐτόθι 88, Ἄλεξ. Φιλίσκ. 1, κτλ.
Greek Monotonic
δοτέος: -α, -ον, ρημ. επίθ. του δίδωμι·
I. αυτός που πρέπει να δοθεί, σε Ηρόδ.
II. δοτέον, πρέπει να δώσουμε, στον ίδ.
Middle Liddell
δοτέος, η, ον adj verb. adj. of δίδωμι
I. to be given, Hdt.
II. δοτέον, one must give, Hdt.