οἰκουρία
ἐμοῦ θανόντος γαῖα μιχθήτω πυρί → after me let earth mix with fire | after my death let all hell break loose | after me, the deluge
English (LSJ)
ἡ, A housekeeping and its cares, in plural, μακρὰς διαντλοῦσ' ἐν δόμοις οἰ. Id.HF1373: sg., Vett.Val. 1.18. II keeping-at-home, especially of women, Plu.2.271e, Cor. 35.
German (Pape)
[Seite 303] ἡ, das Bewachen, Hüten des Hauses, übh. das zu Hause Bleiben, ein stilles, eingezogenes Leben fern von den Staatsgeschäften, dah. auch tadelnd, Müssiggang, Unthätigkeit, Plut. Coriol. 35 u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
action de rester à la maison :
1 vie sédentaire ou retirée;
2 oisiveté, inaction.
Étymologie: οἰκουρός.
Russian (Dvoretsky)
οἰκουρία: дор. οἰκορία ἡ
1 охрана дома, замкнутая домашняя жизнь (ἐν δόμοις Eur.);
2 бездействие, праздность Plut.
Greek (Liddell-Scott)
οἰκουρία: ἡ, (οἰκουρέω) τὸ φυλάττειν τὸν οἶκον καὶ ἐπιμελεῖσθαι αὐτοῦ, ἐν τῷ πληθ., μακρὰς διαντλοῦσ’ ἐν δόμοις οἰκ. Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1373· ἀργαὶ πρὸς οἰκουρίας Κλήμ. Ἀλ. 254. ΙΙ. τὸ μένειν κατ’ οἶκον, ἰδίως ἐπὶ γυναικῶν, Πλούτ. 2. 271Ε, πρβλ. τὸν αὐτ. ἐν Κοριολ. 35.
Greek Monolingual
η (Α οἰκουρία) οικουρώ
νεοελλ.
παραμονή στο σπίτι, ιδίως λόγω ασθένειας
αρχ.
1. η φύλαξη και η επιμέλεια του σπιτιού
2. (για γυναίκες) η διαμονή στο σπίτι («ἔκειτο δὲ πάλαι καὶ σανδάλια καὶ ἄτρακτοι
τὸ μὲν οἰκουρίας αὐτῆς, τὸ δὲ ἐνεργείας σύμβολον», Πλούτ.)
3. ήσυχος βίος μακριά από τις πολιτικές υποθέσεις
4. απραξία.
Greek Monotonic
οἰκουρία: ἡ,
I. επιστασία του σπιτιού, οι φροντίδες για το νοικοκυριό, σε Ευρ.
II. συνεχής παραμονή στο σπίτι, λέγεται για γυναίκες, σε Πλούτ.
Middle Liddell
οἰκουρία, ἡ,
I. housekeeping, the cares of housekeeping, Eur.
II. a staying at home, of women, Plut.