ἀπορρέζω

From LSJ
Revision as of 10:51, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2.<br")

ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπορρέζω Medium diacritics: ἀπορρέζω Low diacritics: απορρέζω Capitals: ΑΠΟΡΡΕΖΩ
Transliteration A: aporrézō Transliteration B: aporrezō Transliteration C: aporrezo Beta Code: a)porre/zw

English (LSJ)

fut. -ρέξω, sacrifice, χίμαρον v.l. in Theoc.Ep.4.15; offer part of, Is.Fr.105.

Spanish (DGE)

ofrendar χίμαρον Theoc.Ep.4.15 (var. AP 9.437)
abs. ofrecer una parte Is.Fr.33.

French (Bailly abrégé)

1 offrir en sacrifice une part de;
2 donner une part de.
Étymologie: ἀπό, ῥέζω.

Russian (Dvoretsky)

ἀπορρέζω: приносить в жертву (χίμαρον Theocr.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπορρέζω: μέλλ. -ρέξω, προσφέρω θυσίαν ἐξ ὧν ἔχω, κεὐθὺς ἀπορρέξειν χίμαρον καλὸν Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 4. 15 (διάφ. γραφ. ἐπιρρέζω) Ἰσαῖος παρ’ Ἁρποκρ. (ὅστις λέγει «ἀπορρέζοντες· ἀπομερίζοντες, ἀπόμοιράν τινα δόντες»).

Greek Monolingual

ἀπορρέζω (Α)
προσφέρω θυσία απ' ό,τι έχω.

Greek Monotonic

ἀπορρέζω: μέλ. -ρέξω, προσφέρω μέρος από κάτι ή προσφέρω ως θυσία κάτι από αυτά που έχω στην κατοχή μου, με γεν. διαιρ., σε Θεόκρ.

Middle Liddell


to offer some of a thing, c. gen. partit., Theocr.

German (Pape)

(ῥέζω). von etwas opfern, χίμαρον Theocr. ep. 4 (IX.437). In B.A. 434 und Harp. wird ἀπορρέξαντες, = ἀπόμοιραν δόντες erkl. aus Isaeus.