ἐπίκρανον

From LSJ
Revision as of 10:53, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2.<br")

Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück

Menander, Monostichoi, 417
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίκρᾱνον Medium diacritics: ἐπίκρανον Low diacritics: επίκρανον Capitals: ΕΠΙΚΡΑΝΟΝ
Transliteration A: epíkranon Transliteration B: epikranon Transliteration C: epikranon Beta Code: e)pi/kranon

English (LSJ)

τό, A that which is put on the head, headdress, cap, E.Hipp.201 (anap.), Ph.2.309. II. = κιονόκρανον, capital, Pi.Fr.88.5, E.IT51, IG12.313.89, 22.1668.44, etc.

German (Pape)

[Seite 953] τό, alles auf dem Kopfe Befindliche, Kopfputz; βαρύ μοι κεφαλῆς ἐπίκρανον ἔχειν Eur. Hipp. 201, Schol. κεφαλόδεσμος; Kopfbedeckung, καὶ σκέπασμα Strab. XI, 504; der Helm, Poll. 7, 70. – In der Baukunst, der Säulenkopf, Pind. frg. 58; Eur. I. T. 51.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 bandelette ou coiffure;
2 chapiteau.
Étymologie: ἐπί, κρανίον.

Russian (Dvoretsky)

ἐπίκρᾱνον: τό
1 головной убор, головная повязка Eur.;
2 архит. капитель (sc. τοῦ στύλου Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίκρᾱνον: τό, τὸ ἐπὶ τῆς κεφαλῆς τιθέμενον, κάλυμμα κεφαλῆς, κεφαλόδεσμος, βαρύ μοι κεφαλᾶς ἐπίκρανον ἔχειν˙ ἄφελ’ ἀμπέτασον βόστρυχον ὤμοις Εὐρ. Ἱππ. 201˙ πλημμελὴς γραφὴ ἀντὶ περίκρανα ἐν Στράβ. 504, ἔνθα ὁ Κοραῆς σημειοῦται: «γράφε περίκρανα καθὰ φέρουσι τἀντίγραφα, καὶ οὐκ ἐπίκρανα, ὃ πλανηθεὶς ὁ Γερμανὸς ἐκδότης, ὡς ἐν ἀντιγράφοις φερόμενον ἀπεδέξατο». ΙΙ. = κιονόκρανον, ἂν δ’ ἐπικράνοις σχέθον πέτραν ἀδαμαντοπέδιλοι κίονες Πινδ. Ἀποσπ. 58. 7, Εὐρ. Ι. Τ. 51˙ ἐπίκρανον, ὅπερ ἐστὶ κεφαλὴ κίονος Εὐστ. Ἰλ. 701, 1, Ἡσύχ., Πολύδ. Β΄, 42˙ μεταφ. ἐπὶ τῶν προθέσεων, τάς γε μὴν προθέσεις ἔστιν ἐπικράνοις καὶ βάσεσι καὶ ὑποθέμασιν, ὡς οὐ λόγους, ἀλλὰ περὶ τοὺς λόγους μᾶλλον οὔσας, ὁμοιοῦν Πλούτ. 2. 1011D.

English (Slater)

ἐπῐκρᾱνον capital (of a pillar) ἐπικράνοισι γὰρ ἂν κιόνων (ταῖς τῶν στύλων κορυφαῖς. Σ.) fr. 6b. d. ἂν δ' ἐπικράνοις σχέθον πέτραν ἀδαμαντοπέδιλοι κίονες fr. 33d. 7.

Greek Monotonic

ἐπίκρᾱνον: τό (κράς),
I. αυτό που τοποθετείται πάνω στο κεφάλι, κεφαλόδεσμος, καπέλο, σε Ευρ.
II. κιονόκρανο, στον ίδ.

Middle Liddell

ἐπί-κρᾱνον, ου, τό, κράς
I. that which is put on the head, a head-dress, cap, Eur.
II. the capital of a column, Eur.

English (Woodhouse)

of a pillar

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)