μόνωσις
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
English (LSJ)
εως, ἡ, solitariness, singleness, Pl.Ti.31 b, Ph.1.559; ἡ ἀπ' αὐτοῦ μ. separation from... Plu. Them. 10, cf. Porph.Abst.4.20.
German (Pape)
[Seite 206] ἡ, das Vereinzeln, Alleinlassen, Sp.; – das Alleinsein, Plat. Tim. 31 b; Verlassenheit, ἡ ἀπό τινος μόνωσις, Plut. Them. 10 u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
abandon, séparation.
Étymologie: μονόω.
Russian (Dvoretsky)
μόνωσις: εως ἡ
1 единственность или единство (sc. τοῦ οὐρανοῦ Plat.);
2 разлука (ἀπό τινος Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
μόνωσις: ἡ, τὸ νὰ εἶναί τις μόνος, «μοναξία», Πλάτ. Τίμ. 31Β. ἡ ἀπ’ αὐτοῦ μ., ἀπομόνωσις, ἀποχωρισμὸς ἀπό.., Πλουτ. Θεμ. 10.
Greek Monotonic
μόνωσις: ἡ (μονόω), μοναχικός, απομονωμένος, σε Πλούτ.
Middle Liddell
μόνωσις, ιος, ἡ, μονόω
separation from, τινος, Plut.