γλυκάζω

From LSJ
Revision as of 12:31, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γλῠκάζω Medium diacritics: γλυκάζω Low diacritics: γλυκάζω Capitals: ΓΛΥΚΑΖΩ
Transliteration A: glykázō Transliteration B: glykazō Transliteration C: glykazo Beta Code: gluka/zw

English (LSJ)

sweeten, τὴν κατάποσιν Epict. Gnom.22; affect with a sensation of sweetness, τοὺς ὑγιαίνοντας S.E. P.1.211:—Pass., receive a taste of sweetness, Hierocl.p.29A., S.E. P.1.20; but, taste sweet, Gp.2.39.4, and so intr. in Act. of wine, Ath. 1.26c; μέλι γλυκάζον LXX Ez.3.3, cf. Plot.4.3.26.

Spanish (DGE)

1 intr. tener sabor dulce la miel, LXX Ez.3.3, el vino Ath.26c, cf. Plot.4.3.26, tb. en v. med. Gp.2.5.7.
2 tr. endulzar τὴν κατάποσιν Epict.Gnom.22
fig. procurar una sensación agradable τοὺς ὑγιαίνοντας S.E.P.1.211
en v. pas. recibir una sensación agradable Hierocl.p.29, S.E.P.1.20.

German (Pape)

a) süß machen, τὸ μέλι οὐ γλυκάζει τοὺς ὑγιαίνοντας, einen süßen Geschmack gewähren, Sext.Emp. Pyrrh. 1.211; pass., ἡ γεῦσις γλυκάζεται, ib. 2.51.
b Gew. süß sein von Geschmack, οἶνος Ath. I.26c und andere Spätere

Russian (Dvoretsky)

γλῠκάζω: досл. делать сладким, перен. давать ощущение сладости (τὸ μέλι γλυκάζει τοὺς ὑγιαίνοντας Sext.): γλυκάζεσθαι αἰσθητικῶς Sext. чувствовать вкус сладкого.

Greek (Liddell-Scott)

γλῠκάζω: μέλλ. –άσω, (γλυκὺς) παρέχω γλυκεῖαν γεῦσιν εἴς τινα, τοὺς ὑγιαίνοντας Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 211.– Παθ., λαμβάνω γεῦσίν τινα γλυκύτητος, γεύομαι γλυκέος, αὐτόθι 1. 20·- ὡσαύτως τὸ ἐνεργ. μετ’ οὐδ. σημασ., εἶναι γλυκύς, ἐπὶ οἴνου, Ἀθήν. 26C.

Greek Monolingual

(AM γλυκάζω) γλυκύς
δίνω σε κάτι γλυκιά γεύση
μσν.- νεοελλ.
1. παρέχω σε κάποιον αίσθημα γλυκύτητας
2. έχω γλυκιά γεύση, είμαι γλυκός
3. (μτχ. παθ. παρακμ.) γλυκασμένος, -η, -ο
γλυκός, ήπιος.