κρανοποιός
From LSJ
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
English (LSJ)
ὁ, helmetmaker, Ar.Pax 1255, SIG1177 ( = Tab.Defix.69), Poll.1.149, 7.155.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
fabricant de casques.
Étymologie: κράνος, ποιέω.
Greek Monolingual
ο (Α κρανοποιός)
αυτός που κατασκευάζει κράνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κράνος + -ποιός (< ποιῶ)].
Greek Monotonic
κρανοποιός: ὁ (ποιέω), κατασκευαστής περικεφαλαίων, σε Αριστοφ.
German (Pape)
ὁ, der Helmmacher, Ar. Pax 1255.
Russian (Dvoretsky)
κρᾰνοποιός: ὁ мастер шлемов или доспехов Arph.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κρανοποιός -οῦ, ὁ [κρανοποιέω] helmenfabrikant.