μαχιμώδης
From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30
English (LSJ)
ες, quarrelsome, AP12.200 (Strat.).
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
de combat, belliqueux.
Étymologie: μάχιμος, -ωδης.
German (Pape)
ες, von kriegerischer Art, kriegerisch, φωναί, Strat. 42 (XII.200).
Russian (Dvoretsky)
μᾰχῐμώδης: (ᾰ) воинственный, задорный или сварливый (φωναί Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
μᾰχῐμώδης: -ες, (εἶδος) πολεμικός, φιλοπόλεμος, ἐριστικός, Ἀνθ. Π. 12. 200.
Greek Monolingual
μαχιμώδης, -ῶδες (Α) μάχιμος
πολεμικός, εριστικός, φιλοπόλεμος («μαχιμώδεις φωνάς», Στράτ.).
Greek Monotonic
μᾰχῐμώδης: -ες (εἶδος), φιλοπόλεμος, ευέξαπτος, σε Ανθ.
Middle Liddell
μᾰχῐμ-ώδης, ες εἶδος
warlike, quarrelsome, Anth.