νηπτικός

From LSJ
Revision as of 12:34, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")

ῥεῖα δ' ἀρίζηλον μινύθει καὶ ἄδηλον ἀέξει, ῥεῖα δέ τ' ἰθύνει σκολιὸν καὶ ἀγήνορα κάρφει → easily he humbles the proud and raises the obscure, and easily he straightens the crooked and blasts the proud (Hesiod, Works and Days 6-8)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νηπτικός Medium diacritics: νηπτικός Low diacritics: νηπτικός Capitals: ΝΗΠΤΙΚΟΣ
Transliteration A: nēptikós Transliteration B: nēptikos Transliteration C: niptikos Beta Code: nhptiko/s

English (LSJ)

ή, όν, sober, Com.Adesp.1088 (Sup.), Plu.2.709b, Vett.Val.242.18; νηπ-κωτάτην· νήφειν ποιοῦσαν, Hsch. Adv. νηπ-κῶς Vett.Val.179.6, al.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
sobre, tempérant.
Étymologie: νήφω.

German (Pape)

nüchtern, der mäßig lebt, ὁ νήφειν εἰωθώς, Gramm. Bei Plut. Symp. 7.6.3 [[Gegensatz]] von πολυπότης.

Russian (Dvoretsky)

νηπτικός: воздержный, трезвый Plut.

Greek (Liddell-Scott)

νηπτικός: -ή, -όν, ὁ νήφειν εἰωθώς, νηφάλιος, σώφρων, Πλούτ. 2. 709Β· - Καθ’ Ἡσύχ.: «νηπτικωτάτην· νήφειν ποιοῦσαν».

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α νηπτικός, -ή, -όν) νήπτης
αυτός που απέχει από την οινοποσία, νηφάλιος, σώφρων, συνετός
νεοελλ.
φρ. α) «νηπτική θεολογία
κίνηση και τάση της ορθόδοξης χριστιανικής θεολογίας και ασκητικής εμπειρίας, πνευματικό περιεχόμενο της οποίας είναι η αδιάλειπτη προσευχή, η συνεχής πνευματική άσκηση, η ειλικρινής μετάνοια και η αδιάπτωτη νήψη και κάθαρση για ενάρετο βίο
β) «νηπτικοί πατέρες» ή «νηπτικοί θεολόγοι»
εκκλ. ορθόδοξοι μοναχοί και θεολόγοι που ανέπτυξαν τη νηπτική θεολογία
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) «νηπτικωτάτην
νήφειν ποιοῦσαν».
επίρρ...
νηπτικῶς (Α)
με νηφάλιο τρόπο.