νεωκορία
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
Ion. -ιη, ἡ, office of a νεωκόρος, Ph.1.695, Plu.2.351e, IG14.1026, Man. 4.430 (pl.): written νεοκορεία in IGRom.3.584 (Sidyma).
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
fonction de νεωκόρος.
German (Pape)
ἡ, das Amt des νεωκόρος; Ep.adesp. 189 (APP 2569; Maneth. 4.441; Plut. Is. et Os. 2.
Russian (Dvoretsky)
νεωκορία: ион. νεωκορίη ἡ должность или труд неокора, т. е. охрана храма Plut.
Greek (Liddell-Scott)
νεωκορία: Ἰων. -ίη, ἡ τὸ ὑπούργημα τοῦ νεωκόρου, Ἀνθ. Π. παράρτ. 256.
Greek Monolingual
η (Α νεωκορία και νεωκορεία και ιων. τ. νεωκορίη) νεωκόρος
το έργο και το καθήκον του νεωκόρου, η καθαριότητα, η φροντίδα του ναού.
Greek Monotonic
νεωκορία: Ιων. -ίη, ἡ, το αξίωμα του νεωκόρου, σε Ανθ.