συννεφέω

From LSJ
Revision as of 12:38, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὅρκους γυναικὸς εἰς ὕδωρ γράφω → the oaths of a woman I inscribe on water, I write a woman's oaths in water

Source

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
se couvrir de nuages, s'assombrir ; • impers. συννεφεῖ ARSTT le temps se couvre ou est couvert.
Étymologie: συννεφής.

German (Pape)

umwölken, mit Wolken den Himmel bedecken; τί γὰρ ὁ Ζεὺς ποιεῖ; ἀπαιθριάζει τὰς νεφέλας ἢ ξυννεφεῖ, Ar. Av. 1501; und übertragen, συννεφοῦσαν ὄμματα, Eur. El. 1078; auch absol., συννεφεῖ, es umwölkt sich, Arist. rhet. 2.19.

Russian (Dvoretsky)

συννεφέω: (pf. συννένοφα)
1 собирать тучи, громоздить облака Arph.;
2 покрываться тучами Plut.: συννεφεῖ Arst. impers. облачно, пасмурно;
3 быть несчастным Eur.;
4 отуманивать, делать печальным, (ὄμματα Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

συννεφέω: (ἢ κατὰ Κόβητ. Var. Lect. σελ. 134 συννέφω), πρκμ. συννένοφα· ― συνάγω νεφέλας, συννέφειαν ποιῶ, Ζεὺς ξυννεφεῖ Ἀριστοφ. Ὄρν. 1502· σ. τὸ περιέχον Πλούτ. 2. 641D· ― ὡσαύτως ἀπροσ., συννεφεῖ, εἶναι «συννεφιά», (ὡς τὸ ὕει, νίφει, κτλ.), εἰ συννεφεῖ, εἰκὸς ὗσαι Ἀριστ. Ρητ. 2. 19, 24· ξυννένοφε Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 142. ― Καθ’ Ἡσύχ.· «συννένοφεν· ἐσκυθρώπακεν». ΙΙ. μεταφ., ἐπὶ προσώπων, συννεφοῦσαν ὄμματα, ἔχουσαν βλέμμα σκοτεινὸν καὶ κατηφές, Εὐρ. Ἠλ. 1078. κύψασα κάτω καὶ ξυννενοφυῖα βαδίζει Ἀριστοφάν. Ἀποσπ. 349, πρβλ. Φιλόστρ. 508· ἤρετο διὰ τί συννένοφεν Δίων Κ. 55. 11. 2) εἶμαι ὑπὸ νέφος, διατελῶ ἐν δυστυχίᾳ, ἀντίθετ. τῷ εὐτυχεῖν, Εὐριπ. Ἀποσπ. 332. 7, πρβλ. Εὐστ. 127. 27. ― Ἴδε Χαριτωνίδ. Ποικ. Φιλολ. Τόμ. Αϳ, σ. 760 κἑξ.

Greek Monotonic

συννεφέω: παρακ. -νένοφα,
I. συνάζω, συναθροίζω τα σύννεφα, φέρνω τη συννεφιά, λέγεται για τον Δία, συννεφοσυνάχτης, σε Αριστοφ.· απρόσ., συννεφεῖ, έχει συννεφιά (πρβλ. ὕει), σε Αριστ.
II. μεταφ. λέγεται για πρόσωπα, σκυθρωπιάζω, είμαι κατηφής, κατσουφιάζω, στραβομουτσουνιάζω, συννεφοῦσα ὄμματα, έχοντας σκυθρωπό, σκοτεινό βλέμμα, σε Ευρ.

Middle Liddell

perf. -νένοφα
I. to collect clouds, Ar.:—impers. συννεφεῖ it is cloudy (cf. ὕεἰ, Arist.
II. metaph. of persons, συννεφοῦσα ὄμματα wearing a clouded look, Eur. [from συννεφής