Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πολύρρυτος

From LSJ
Revision as of 12:40, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")

Μένει δ' ἑκάστῳ τοῦθ', ὅπερ μέλλει, παθεῖν → Quod destinatum sorte, non fugies pati → Ein jeder muss das leiden, was er leiden soll

Menander, Monostichoi, 349
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύρρῠτος Medium diacritics: πολύρρυτος Low diacritics: πολύρρυτος Capitals: ΠΟΛΥΡΡΥΤΟΣ
Transliteration A: polýrrytos Transliteration B: polyrrytos Transliteration C: polyrrytos Beta Code: polu/rrutos

English (LSJ)

f.l. for παλίρρυτος, S. El.1420.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au cours abondant ou impétueux.
Étymologie: πολύς, ῥέω.

German (Pape)

πολύρροος; πόρος ἁλμήεις, Aesch. Suppl. 823; αἷμα, Soph. El. 1410.

Russian (Dvoretsky)

πολύρρῠτος:
1 обильно текущий, многоводный (πόρος ἁλμήεις Aesch.);
2 льющийся рекой (αἷμα Soph. - v.l. παλίρρυτος).

Greek (Liddell-Scott)

πολύρρῠτος: -ον, ὁ πολὺ ἢ ἰσχυρῶς ῥέων, ἐπὶ τῆς θαλάσσης, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 843· ἐν Σοφ. Ἠλ. 1420, ὁ Bothe διώρθωσε παλίρρυτον.

Greek Monolingual

και πολύρυτος, -ον, Α
(για τη θάλασσα) αυτός που ρέει, που κυλάει με μεγάλη δύναμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + ῥυτός (< ῥέω), πρβλ. μελί-ρρυτος].

Greek Monotonic

πολύρρῠτος: -ον, αυτός που ρέει πολύ ή με μεγάλη δύναμη, σε Σοφ.

Middle Liddell

πολύρ-ρῠτος, ον,
much or strong flowing, Soph.