ἀγχίμολος
Δύσμορφος εἴην μᾶλλον ἢ καλὸς κακός → Turpi forma esse malim, quam pulcher malus → Ach, wär ich lieber missgeformt als schön und schlecht
English (LSJ)
ον, (μολεῖν) coming near; Ep. word, mostly used in neut. as adverb, near, close at hand, ἀγχίμολον δέ οἱ ἦλθε Il.4.529, cf. Od.8.300, etc., Hes.Sc.325; ἐξ ἀγχιμόλοιο ἰδών Il.24.352; ἀγχίμολον δὲ μετ' αὐτόν close behind him, Od.17.336: c. gen., ἕθεν ἀγχίμολοι cj. in Theoc.25.203.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ῐ-]
1 que se acerca, que viene cerca τραχεῖαι στυγεραί τε καὶ ... ἀγχίμολοι = ásperas y funestas al acercarse A.Fr.168.28.
2 gener. neutr. como adv. cerca c. dat. ἀγχίμολον δέ οἱ ἦλθε Il.4.529, ἀ. δέ σφ' ἦλθε Il.24.283, Hes.Sc.325
• c. giro preposicional ἀ. μετ' αὐτόν = siguiéndolo de cerca, Od.17.336
• abs. ἀ. δὲ σύες ... ἦλθον Od.14.410, cf. 17.260, A.R.2.357, 4.1001
• gener. de cerca ἐξ ἀγχιμόλοιο ἰδών Il.24.352.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui s'approche, voisin ; adv. • ἀγχίμολον, tout auprès de, τινι ; ἐξ ἀγχιμόλοιο IL de près ; avec idée de temps, aussitôt après.
Étymologie: ἄγχι, μολεῖν.
English (Autenrieth)
(μολεῖν): coming near, mostly adv. acc. with ἐλθεῖν, ἔρχεσθαι, foll. by dat.; ἐξ ἀγχιμόλοιο, Il. 24.352, cf. ἐγγύθεν. Implying time, ἀγχίμολον δὲ μετ' αὐτόν, ‘close after him,’ Od. 17.336.
Greek Monotonic
ἀγχίμολος: -ον (μολεῖν), αυτός που πλησιάζει, που έρχεται κοντά· με γεν., σε Θεόκρ., στον Όμηρ. μόνο το ουδ. ως επίρρ., κοντά, πλησίον· ομοίως και ἐξ ἀγχιμόλοιο, σε Ομήρ. Ιλ.
German (Pape)
poet., nahe kommend, nahe, neutr. Adverbial; Hom. stets im neutr., ἀγχίμολον ἦλθε Il. 4.529, Od. 8.300 und öfter, ἐξ ἀγχιμόλοιο ἰδὼν ἐφράσσατο Il. 24.352, aus der Nähe; οἵ ἕθεν ἀγχίμολοι ναῖον Theocr. 25.203; ἀγχίμολον μετ' αὑτόν Od. 17.336, bald, oder richtiger: dicht hinter ihm. – Ein Verbum ἀγχιμολεῖν hat Nonn. D. 25.666.
Russian (Dvoretsky)
ἀγχίμολος: близкий, ближний: ἐξ ἀγχιμόλοιο Hom. с близкого расстояния, вблизи; οἱ ἕθεν ἀγχίμολοι ναῖον Theocr. те, которые жили рядом с ним.
Middle Liddell
μολεῖν
coming near, c. gen., Theocr.: —in Hom. only in as adv. near, close at hand; so ἐξ ἀγχιμόλοιο Il.