τρισάσμενος
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
English (LSJ)
η, ον, thrice-pleased, most willing, X.An.3.2.24.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
qui fait qch très volontiers.
Étymologie: τρίς, ἄσμενος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τρισ-άσμενος -η -ον heel graag, pers. constr.: ἡμῖν ἂν... τρισάσμενος ταῦτ’ ἐποίει voor ons zou hij dat heel graag doen Xen. An. 3.2.24.
German (Pape)
sehr willig, gern, Xen. An. 3.2.24, auch fem. τρισασμένη, besser getrennt geschrieben.
Russian (Dvoretsky)
τρῐσάσμενος: трижды довольный: οἶδ᾽ ὅτι τ. ταῦτ᾽ ἐποίει Xen. знаю, что он сделал бы это с величайшим удовольствием.
Greek (Liddell-Scott)
τρισάσμενος: -η, -ον, ὁ τρὶς ἄσμενος, προθυμότατος, τρισάσμενος ταῦτ’ ἐποίει Ξεν. Ἀν. 3. 2, 24, Ἐφραὶμ Καισ. 4545.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
προθυμότατος («καὶ ἡμῖν γ' ἂν οἶδ' ὅτι τρισάσμενος ταῡτ' ἐποίη», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ-/τρι- + ἄσμενος «ευτυχής»].
Greek Monotonic
τρισάσμενος: -η, -ον, τρεις φορές ευχαριστημένος, τρεις φορές πρόθυμος, σε Ξεν.