ἐπικαταρρέω

From LSJ
Revision as of 12:55, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπικαταρρέω Medium diacritics: ἐπικαταρρέω Low diacritics: επικαταρρέω Capitals: ΕΠΙΚΑΤΑΡΡΕΩ
Transliteration A: epikatarréō Transliteration B: epikatarreō Transliteration C: epikatarreo Beta Code: e)pikatarre/w

English (LSJ)

A run down, of humours, from the head to other parts, Hp.Aër.3. II. fall down upon, νεκροῖς Plu.Pel.4.

French (Bailly abrégé)

seul. ao. Pass. ἐπικατερρύην;
découler sur, tomber sur, τινι.
Étymologie: ἐπί, καταρρέω.

Greek Monolingual

ἐπικαταρρέω (Α)
1. καταρρέω πάνω σε κάτι
2. (ειδ. για χυμούς) ρέω, κυλώ από το κεφάλι στα υπόλοιπα μέρη του σώματος
3. πέφτω πάνω σε κάτι.

Greek Monotonic

ἐπικαταρρέω: μέλ. -ρεύσομαι, πέφτω πάνω σε, τινί, σε Πλούτ.

German (Pape)

(ῥέω), darüber herabfließen, Hippocr. und Sp.; νεκροῖς, darauf niedersinken, Plut. Pelop. 4.

Russian (Dvoretsky)

ἐπικαταρρέω: (aor. pass. ἐπικατερρύην) досл. стекать, перен. опускаться, падать (ἑπτὰ τραύματα λαβὼν πολλοῖς ἐπικατερρύη νεκροῖς Plut.).

Middle Liddell

fut. -ρεύσομαι
to fall down upon, τινί Plut.