γυμνητεύω
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
English (LSJ)
A to be naked, 1 Ep.Cor.4.11, Demoph.Sent. 8. 2 to be lightly clad, D.Chr.25.3. 3 to be light-armed, Plu. Aem.16.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): γυμνι- 1Ep.Cor.4.11, Origenes Or.11.2
1 ir armado con armas ligeras οἱ γυμνητεύοντες καὶ ψιλοί Plu.Aem.16, cf. D.C.47.34.2.
2 ir escasamente vestido Λακεδαιμόνιοι D.Chr.25.3.
3 estar desnudo como signo de pobreza y sobriedad πεινῶμεν καὶ διψῶμεν καὶ γυμνιτεύομεν 1Ep.Cor.l.c., cf. Origenes l.c., como ideal pitagórico de vida γυμνὸς ἀποσταλεὶς σοφὸς γυμνητεύων καλέσει τὸν πέμψαντα Pythag.Sent.17, Porph.Marc.33
•fig. estar sin recursos ὑποδέξατο (l. ὑπε-) τὸν Ἀσὴπ γυμνιεύοντα (l. γυμνιτεύοντα) PRoss.Georg.3.28.8 (IV d.C.).
German (Pape)
[Seite 509] 1) nackt sein, N. T.; entblößt sein, Sp., τινός. – 2) leicht bewaffneter Soldat sein, Plut. Aem. 16; D. Cass. 47, 34.
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
être armé à la légère.
Étymologie: γυμνής.
French (New Testament)
être mal vêtu
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γυμνητεύω [γυμνής] lichtgewapend zijn.
Russian (Dvoretsky)
γυμνητεύω:
1 быть нагим (πεινᾶν καὶ διψᾶν καὶ γ. NT);
2 быть легковооруженным: οἱ γυμνητεύοντες Plut. = οἱ γυμνῆτες.
Greek (Liddell-Scott)
γυμνητεύω: εἶμαι ἐλαφρῶς ἐνδεδυμένος, Δίων Χρυσ. 25· εἶμαι ἐλαφρῶς ὡπλισμένος, Πλούτ. Αἰμιλ. 16. 2) εἶμαι γυμνός, Α' Ἐπιστ. π. Κορινθ. δ', 11· (γυμνιτεύω, ἡμαρτ. γραφή).
English (Strong)
from a derivative of γυμνός; to strip, i.e. (reflexively) go poorly clad: be naked.
English (Thayer)
(γυμνιτεύω L T Tr WH; (cf. Tdf. Proleg., p. 81; Winer's Grammar, 92 (88))); (γυμνήτης); (A. V. literally to be naked, i. e.) to be lightly or poorly clad: Dio Chrysostom 25,3and other later writings; to be a light-armed soldier, Plutarch, Aem. 16; Dio Cassius, 47,34, 2.)
Greek Monolingual
(AM γυμνητεύω) γυμνής
1. είμαι γυμνός ή ημίγυμνος
2. είμαι φτωχός
αρχ.
είμαι ελαφρά οπλισμένος.
Greek Monotonic
γυμνητεύω:1. είμαι ελαφρά ντυμένος.
2. είμαι ελαφρά οπλισμένος, σε Πλούτ.
Middle Liddell
[from γυμνής
to be light-armed, Plut.
Chinese
原文音譯:gumnhteÚw 錦尼跳哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:(成為)赤裸的
字義溯源:露體,穿著不足,赤身露體;源自(γυμνός)*=赤裸的)
出現次數:總共(1);林前(1)
譯字彙編:
1) 赤身露體(1) 林前4:11