ἐξακριβόω

From LSJ
Revision as of 12:14, 6 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "tr" to "tr")

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξακρῑβόω Medium diacritics: ἐξακριβόω Low diacritics: εξακριβόω Capitals: ΕΞΑΚΡΙΒΟΩ
Transliteration A: exakribóō Transliteration B: exakriboō Transliteration C: eksakrivoo Beta Code: e)cakribo/w

English (LSJ)

A make exact, precise, or accurate, ἐ. λόγον make a distinct or precise statement, S.Tr.426; τὸ τρανὸν τῆς κλήσεως J.BJ4.1.1; ἐ. τι ἐπὶ πλεῖον labour after too great exactness, Arist.EN1102a25, cf. 1101b34; ἕκαστα . . ἐξακριβοῦσιν οἱ μεθ' ἡδονῆς ἐνεργοῦντες achieve each activity more completely, ib.1175a31; κατὰ μέρος ἐ. work out in detail, Epicur. Ep.1p.31U.:—Med., ἐξακριβώσομαί σοι λόγῳ shall describe it exactly, Philostr. Jun.Im.10:—Pass., Arist.EN1180b11, Thphr.HP9.16.6, Epicur.Ep.1p.4U.,al. II intr., speak accurately, ὑπέρ τινος Arist. EN1096b30; περί τινος Plb.2.56.4, cf. Porph.Abst.1.39. 2 observe the exact interval, Arist.HA583a30.

Spanish (DGE)

I tr.
1 precisar, afinar ἐξακριβῶσαι λόγον op. δόκησιν εἰπεῖν S.Tr.426, τὰ περὶ τῶν συμβολαίων ἐξακριβῶσαι D.S.1.94, τὸ τρανὸν τῆς κλήσεως οὐκ ἐξακριβούντων τῶν ἐπιχωρίων no pronunciando con exactitud los indígenas el sonido distintivo de la denominación a propósito de la palabra «camello», I.BI 4.5, τὸν στοχασμόν Gal.6.129.
2 examinar, estudiar con detenimiento o detalle ἕκαστα ... ἐξακριβοῦσιν οἱ μεθ' ἡδονῆς ἐνεργοῦντες Arist.EN 1175a31, cf. 1175b14, Top.142a12, Epicur.Ep.[2] 35, Plb.3.31.1, ὁ κατὰ μέρος ταῦτ' ἐξακριβώσει λόγος Scymn.72, cf. D.S.3.60, Plu.Thes.27, τὸν ἄνδρα Philostr.VA 1.2, en v. pas., Arist.EN 1180b11, Thphr.HP 9.16.6, Epicur.Ep.[2] 36, 68, 83.
3 en v. med. describir exactamente τὰ τῆς ἐσθῆτος ἐξακριβώσομαι ... λόγῳ Philostr.Iun.Im.10.18.
II intr.
1 investigar con detalle, buscar la exactitud ὑπέρ αὐτῶν Arist.EN 1096b30, ἐπὶ πλεῖον Arist.EN 1102a25, cf. Plb.2.56.4.
2 seguir una pauta exacta αἱ καθάρσεις ... οὐ μὴν ἐξακριβοῦσί γε πάσαις (γυναιξί) Arist.HA 583a30
de pers. seguir la norma, comportarse según la norma Porph.Abst.1.39.

German (Pape)

[Seite 865] genau, sorgfältig machen, ausarbeiten; Arist. Eth. 9, 5; τοὺς ὑπὲρ τούτων λόγους Pol. 3, 31; δόκησιν εἰπεῖν κἀξακριβῶσαι λόγον, mit Bestimmtheit aussprechen, was man sicher weiß, Soph. Tr. 426; τοὺς χρόνους, genau angeben, Plut. Num. 1; ἐξακριβοῦν ὑπέρ τινος, Arist. Eth. Nic. 1, 4 u. öfter, wie περί τινος, Pol. 2, 56; genau ausforschen, untersuchen, Plut. – Im med., LXX.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
ao. ἐξηκρίβωσα;
faire, dire, indiquer avec soin ou exactitude : τι qch ; λόγον SOPH rendre un compte exact de qch.
Étymologie: ἐξ, ἀκριβόω.

Russian (Dvoretsky)

ἐξακρῑβόω:
1 быть точным, тщательным, точно указывать или определять (τι Arst., Plut., ὑπέρ τινος Arst. и περί τινος Polyb.): ἐξακριβῶσαι λόγον Soph. и τοὺς λόγους Polyb. рассказывать с полной достоверностью; οὐκ ἐξακριβῶν Plut. небрежно, спустя рукава;
2 усиливать, обострять (ἡδονὴ ἐξακριβοῖ τὰς ἐνεργείας Arst.);
3 точно совпадать: ἐ. ὁμοίως τινί Arst. точно равняться чему-л.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξακρῑβόω: λέγω τι ἀκριβῶς, ἀποδεικνύω τι μετ’ ἀκριβείας, ταὐτὸ δ’ οὐχὶ γίγνεται δόκησιν εἰπεῖν κἀξακριβῶσαι λόγον Σοφ. Τρ. 426· ἐξετάζω τι κατὰ βάθος, ποιῶ ἀκριβῆ μελέτην πράγματός τινος, τὸ γὰρ ἐπὶ πλεῖον ἐξακριβοῦν ἐργωδέστερον ἴσως ἐστὶ τῶν προκειμένων Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 13, 8, πρβλ. 12, 7· ἕκαστα... ἐξακριβοῦσιν οἱ μεθ’ ἡδονῆς ἐνεργοῦντες, μετ’ ἀκριβείας καὶ τελειότητος ποιοῦσιν, αὐτόθι 10. 5, 2. ― Μέσ., περιγράφω λεπτομερῶς, σὺ δ’, ὡς ἔοικεν, οὐκ ἀρκεσθήσῃ τούτῳ, εἰ μή σοι καὶ τὰ τῆς ἐσθῆτος ἐξακριβώσομαι τῷ λόγῳ Φιλόστρ. Νεώτ. 880. ― Παθ., Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 9, 15, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 16, 6. ΙΙ. ἀμεταβ., ὁμιλῶ μετ’ ἀκριβείας, περί τινος, ἐξακριβοῦν γὰρ ὑπὲρ αὐτῶν ἄλλης ἂν εἴη φιλοσοφίας οἰκειότερον Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 1. 6, 13· περί τινος Πολύβ. 2. 26, 4· συμβαίνω ἀκριβῶς καθ’ ὡρισμένα χρονικὰ διαστήματα, οὐ μὴν ἐξακριβοῦσί γε (αἱ καθάρσεις) πάσαις ὁμοίως Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 3, 4.

Greek Monotonic

ἐξακρῑβόω: μέλ. -ώσω, συγκεκριμενοποιώ, καθιστώ ακριβές, ἐξ. λόγον, εξετάζω σε βάθος ή μιλώ με σαφήνεια, σε Σοφ.

Middle Liddell

fut. ώσω
to make exact, ἐξ. λόγον to make a distinct or precise statement, Soph.