περίναιος

From LSJ
Revision as of 14:37, 9 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s'-äöüÄÖÜßÆæ]+), ([\w\s'-äöüÄÖÜßÆæ]+)(<\/b>)" to "$2, $3")

πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention

Source

German (Pape)

[Seite 583] ὁ, = περίνεος.

Greek (Liddell-Scott)

περίναιος: -ον, ὁ πέριξ τοῦ ναοῦ, στοαὶ Συλλ. Ἐπιγρ. 2125.

Greek Monolingual

περίνεον, το, ΝΜΑ, και περίναιον, τὸ, περίνεος και περίναιος, ὁ, Α
η περιοχή που αποτελεί τη βάση της ελάσσονος πυέλου, δηλαδή της μικρής λεκάνης, στο επίπεδο της οποίας βρίσκονται τα έξω γεννητικά όργανα και ο πρωκτός («μηροῦ δὲ καὶ γλουτοῦ τὸ ἐντός, περίνεος», Αριστοτ.)
αρχ.
1. (το αρσ. στον πληθ.) oἱ περίναιοι
τα ανδρικά γεννητικά όργανα
2. (το ουδ. εν.) τὸ περίναιον
το αιδοίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Όρος της ανατομίας σχηματισμένος από την πρόθ. περί και το ρ. ἰνάω / ἰνέω «αδειάζω, καθαρίζω» με επίθημα -ιος (-εος) / -αιος. Δηλώνει το μέρος του σώματος από όπου γίνεται η αφόδευση, η εκκένωση του εντέρου].

Frisk Etymological English

(-εος)
Grammatical information: m.
Meaning: perinaeum, the space between the anus and the scrotum (medic., Arist.), pl. male genitals (Arist.). Doubtful byforms περινῳ̃ περινέῳ Gal.; περίνα (for πηρῖνα?) περίναιον. τὸ αἰδοῖον and περίνος τὸ αἰδοῖον ... η τὸ τῶν διδύμων δέρμα, ἤγουν ὁ ταῦρος H.
Other forms: -ον n.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Anatomical technical expression, from περί and ἰνάω, -έω make empty, with ιο- (εο-)suffix , so prop. "empting region". Meister KZ 32, 139ff. (in detail deviating and wrong); cf. on ἰνάω. The word was partly identified with πηρίς, -ίνα; s. πήρα.

Frisk Etymology German

περίναιος: (-εος)
{perínaios}
Forms: -ον n.
Grammar: m.,
Meaning: Perinäum, der Raum zwischen dem After und dem Hodensack (Mediz., Arist.), pl. männliche Geschlechtsteile (Arist.). Zweifelhafte Nebenformen περινῳ̃· περινέῳ Gal.; περίνα (für πηρῖνα?)· περίναιον. τὸ αἰδοῖον und περίνος· τὸ αἰδοῖον ... ἢ τὸ τῶν διδύμων δέρμα, ἤγουνταῦρος H.
Etymology : Anatomischer Fachausdruck, von περί und ἰνάω, -έω ausleeren, mit ιο- (εο-) Suffix gebildet, also eig. "Ausleerungsgegend". Meister KZ 32, 139ff. (im einzelnen abweichend und verfehlt); vgl. zu ἰνάω. Das Wort wurde teilweise mit πηρίς, -ίνα zusammengeworfen; s. πήρα.
Page 2,513

Translations

perineum

Afrikaans: perineum; Albanian: perineum, nënvete; Arabic: عِجَان‎; Armenian: շեք; Azerbaijani: aralıq; Bengali: পেরিনিয়াম; Breton: perine, perineum; Bulgarian: перинеум; Catalan: perineu; Chinese Cantonese: 會陰, 会阴; Mandarin: 會陰, 会阴; Czech: hráz; Danish: mellemkød; Dutch: perineum, bilnaad; Esperanto: perineo; Estonian: lahkliha; Finnish: väliliha; French: périnée; Galician: períneo; German: Perineum, Damm; Alemannic German: Griggele; Greek: περίνεο; Ancient Greek: ἀφεδρών, κοχώνη, περίναιον, περίναιος, περίνεον, περίνεος, πλιχάς, τράμις, ταῦρος, ὑποταύριον, ὑπόταυρος; Hebrew: חֵיץ הַנְּקָבַיִים‎; Hindi: मूलाधार; Hungarian: gát, perineum; Icelandic: spöng; Ido: perineo; Irish: gibidinic; Italian: perineo; Japanese: 会陰; Korean: 회음부(會陰部), 회음(會陰); Latin: perineum; Latvian: starpene; Lithuanian: tarpvietė; Low German: Damm, Perineum; Maori: huinga; Northern Sami: cahcaoažži; Norwegian: perineum; Bokmål: mellomkjøtt; Persian: میاندوراه‎, عجان‎, پرینه‎; Polish: krocze; Portuguese: períneo; Romanian: perineu; Russian: промежность; Serbo-Croatian Cyrillic: мѐђица; Roman: mèđica; Slovak: hrádza; Slovene: presrédek; Spanish: periné, perineo; Swahili: msamba; Swedish: mellangård, perineum, bäckenbotten; Tagalog: kulampang; Turkish: perine, apış arası; Ukrainian: промежина; Vietnamese: hội âm; Welsh: perinewm, perinëwm, gwerddyr