εἰσίπταμαι

From LSJ
Revision as of 12:17, 10 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εἰς" to "εἰς")

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰσίπτᾰμαι Medium diacritics: εἰσίπταμαι Low diacritics: εισίπταμαι Capitals: ΕΙΣΙΠΤΑΜΑΙ
Transliteration A: eisíptamai Transliteration B: eisiptamai Transliteration C: eisiptamai Beta Code: ei)si/ptamai

English (LSJ)

= εἰσπέτομαι (q.v.).

Spanish (DGE)

volar hacia, abatirse sobre εἰς τὰς κοίλας δρῦς de un insecto, Clitarch.14.

German (Pape)

[Seite 743] (s. ἵπταμαι), hineinfliegen; πέτρην Il. 21, 494; εἰς τὸν ἀέρα Ar. Av. 1173; übertr., ἡ φήμη ἐςέπτατο ἐς τὸ στρατόπεδον Her. 9, 100; ἡ κλῃδών σφι ἐςέπτατο 101; περιστερᾶς εἰς τὸν νεὼν εἰσπτάσης Ath. IX, 395 a.

French (Bailly abrégé)

ao. εἰσεπτάμην, ao.2 εἰσέπτην;
1 entrer en volant;
2 voler à travers ; fig.φήμη ἐσέπτατο ἐς τὸ στρατόπεδον HDT le bruit se répandit rapidement à travers le camp ; avec un dat. de pers. arriver rapidement jusqu’à qqn.
Étymologie: εἰς, ἵπταμαι.

Greek (Liddell-Scott)

εἰσίπταμαι: μεταγεν. τύπος ἀντὶ τοῦ εἰσπέτομαι, ἴδε τὴν λέξιν.

Russian (Dvoretsky)

εἰσίπταμαι: ион. ἐσίπταμαι (aor. 1 εἰσεπτάμην, aor. 2 εἰσέπτην)
1 влетать (πέλεια κοίλην εἰσέπτατο πέτρην Hom.; στρουθὸς εἰσέπτη Plut.);
2 взлетать, взвиваться (διὰ τῶν πυλων εἰς τὸν ἀέρα Arph.);
3 перен. быстро пролетать, распространяться с быстротой молнии (φήμη ἐσέπτατο ἐς τὸ στρατόπεδον ἅπαν Her.).