ἀπόληψις

From LSJ
Revision as of 19:35, 11 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "αὐτοῦ" to "αὐτοῦ")

μὴ πόνει, ὦ Ξάνθια, ἀλλὰ ἔλθε δεῦρο → Don't keep suffering, Xanthias, but come here.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπόληψις Medium diacritics: ἀπόληψις Low diacritics: απόληψις Capitals: ΑΠΟΛΗΨΙΣ
Transliteration A: apólēpsis Transliteration B: apolēpsis Transliteration C: apolipsis Beta Code: a)po/lhyis

English (LSJ)

εως, ἡ, (ἀπολαμβάνω IV) A intercepting, cutting off, ὁπλιτῶν Th.7.54; stoppage, ἐπιμηνίων, οὔρων, Hp.Prorrh.1.51, 2.7, etc.; ὑδάτων Thphr.CP3.21.1; imprisonment, πνεύματος ἐν τῇ γῇ Epicur.Ep. 2p.48U.; ἀ. ποδός constrained position, Hp.Art.62. b refutation, Gal.5.261. 2 reception, τῆς φιλίας Phld.D.3Fr.84, cf. Str.10.2.25. 3 clamp, holdfast, Ph.Bel.57.44. 4 repayment, Phalar. Ep.27.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
• Alolema(s): ἀπόλημψις Hp.Liqu.6; eol. ἀπόλαμψις IG 12(2).28 (Mitilene)
I 1admisión τῆς φιλίας Phld.D.3.fr.84.
2 recepción de lo que es debido, devolución χρημάτων Phalar.Ep.27, UPZ 200.16 (II/I a.C.).
II 1acción de interceptar o cortar el paso ὁπλιτῶν Th.7.54.
2 interrupción, cese πνευμάτων Hp.Acut.(Sp.) 4, ἐπιμηνίων Hp.Prorrh.2.7, ὑδάτων Thphr.CP 3.21.1, ἀ. φλεβῶν estrangulamiento de las venas Hp.Acut.(Sp.) 6, 49, κάτωθεν ἀπολήμψιες retenciones en la parte baja e.d. en el vientre Hp.Liqu.l.c.
compresión πνεύματος ἐν τῇ γῇ Epicur.Ep.[3] 105
posición forzada ποδός Hp.Art.62.
III sujeción, grapa Ph.Bel.57.44.

German (Pape)

[Seite 312] ἡ, 1) Aufnahme. – 2) Anhalten, Abschneiden, τῶν ὁπλιτῶν Thuc. 7, 54; Hemmen, Hippocr.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de couper (des troupes).
Étymologie: ἀπολαμβάνω.

Russian (Dvoretsky)

ἀπόληψις: εως ἡ воен. перехватывание, отрезывание, обход (τῶν ὁπλιτῶν Thuc.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόληψις: -εως, ἡ, (ἀπολαμβάνω IV.) παραλαβή, μέλλησις… ἀπολήψεως Φαλάρ. Ἐπιστ. 11· ἀπόκλεισις, ἀποκώλυσις, ὁπλιτῶν Θουκ. 7. 54· ἐπίσχεσις ἐπιμηνίων, οὔρων, Ἱππ. 91C, 71D, κτλ.· ὑδάτων Θεόφρ. Αἰτ. Φ. 3. 21, 1· ἀπ. ποδός, ἡ στάσιςθέσις αὐτοῦ, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 827· ἴδε Foës, Oecon.

Greek Monotonic

ἀπόληψις: -εως, ἡ (ἀπολαμβάνω IV), αποκλεισμός, παρεμπόδιση, σε Θουκ.

Middle Liddell

ἀπολαμβάνω IV]
an intercepting, cutting off, Thuc.

Mantoulidis Etymological

(=παραλαβή, ἀνάκτηση). Ἀπό τό ἀπολαμβάνω. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα λαμβάνω.