ἐποπτεία

From LSJ
Revision as of 08:50, 12 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(btext.*?)([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ]+)’" to "$1$2'")

δι' ἐμοῦ βασιλεῖς βασιλεύουσιν, καὶ οἱ δυνάσται γράφουσιν δικαιοσύνην → through me kings rule, and princes dictate justice (Proverbs 8:15, LXX version)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐποπτεία Medium diacritics: ἐποπτεία Low diacritics: εποπτεία Capitals: ΕΠΟΠΤΕΙΑ
Transliteration A: epopteía Transliteration B: epopteia Transliteration C: epopteia Beta Code: e)poptei/a

English (LSJ)

ἡ, epopteia, highest grade of initiation at the Eleusinian mysteries, Plu.Demetr.26, Sch.Ar.Ra.757; ἐποπτεία τινός initiation into.., Mich.in EN 603.34; ἡ διαλεκτικὴ τῶν ὄντων ἐποπτεία Hierocl.in CA26p.481M.

German (Pape)

[Seite 1008] ἡ, das Daraufhinsehen, Beschauen, in den eleusinischen Mysterien die höhere Weihe, Plut. Demetr. 26 u. öfter.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
contemplation (des mystères), càd le plus haut degré d'initiation dans les mystères d'Éleusis.
Étymologie: ἐπόπτης.

Russian (Dvoretsky)

ἐποπτεία: ἡ культ. «созерцание» (третья и высшая ступень посвященности в Элевсинские мистерии) Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἐποπτεία: ἡ, ὁ τρίτος καὶ ἀνώτατος βαθμὸς μυήσεως ἐν τοῖς Ἐλευσινίοις μυστηρίοις, Πλουτ. Δημήτρ. 26· πρβλ. ἐποπτεύω ΙΙ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 130.

Greek Monolingual

η (AM ἐποπτεία) εποπτεύω
νεοελλ.
επίβλεψη, επιτήρηση («ἐχει την εποπτεία όλης της επιχειρήσεως»)
μσν.- νεοελλ.
1. η κατ’ αίσθηση αντίληψη ενός αντικειμένου που περιλαμβάνει όλα τα διακριτικά του γνωρίσματα («εποπτεία ζωγραφικού πίνακα»)
2. σαφής γνώση του συνόλου και τών επιμέρους στοιχείων κάποιου θέματος
αρχ.
(αξίωμα στα ελευσίνια μυστήρια) ο ανώτατος βαθμός, επιστασία («ἅμα καὶ τὴν ἐποπτείαν τοῦ Δημητρίου προσεπιλαβόντος», Πλούτ.).