ἔξοιδα
αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us
English (LSJ)
pf. in pres. sense, plpf. ἐξῄδη as impf., S.Ant.460, dub. in Tr.988 (lyr.): Ep. inf. ἐξίδμεναι A.R.3.332:—know thoroughly, know well, S.OT129, E.Ph.95, etc.: with part. agreeing with the subject, ἔξοιδ' ἔχουσα S.Tr.5; ἔ. ἀνὴρ ὤν Id.OC567; with the object, ἔ. σε οὐ ψιλὸν ἥκοντα ib.1028, cf. Ph.79,407; ὑφ' ἡμῶν οὐδὲν ἐξειδώς having learnt, Id.OT37: c. gen., ὧν γ' ἂν ἐξειδὼς κυρῶ, as if it were an Adj., Id.Tr.399: abs., Id.El.222 (lyr.), etc.
German (Pape)
[Seite 885] verstärktes simplex; ἔξοιδα καὶ φύσει σε μὴ πεφυκότα Soph. Phil. 79; ἔξοιδ' ἔχουσα Trach. 5, wie ἀνὴρ ὤν O. C. 573; ὅσον ἦν κέρδος 984; ὧν ἂν ἐξειδὼς κυρῶ Tr. 398; – ἐξίδμεναι Ap. Rh. 3, 332.
French (Bailly abrégé)
pf. au sens du prés., part. ἐξειδώς ; pqp. ἐξῄδη au sens de l'impf.
savoir parfaitement, acc. : ἔξοιδ’ ἀνὴρ ὤν SOPH je sais très bien que je suis homme ; ἔξοιδά σε οὐ ψιλὸν ἥκοντα SOPH je sais très bien que tu n’en es pas venu désarmé, càd sans aide, seul (à cet excès d'audace) ; ὑφ' ἡμῶν οὐδὲν ἐξειδώς SOPH ne sachant rien par nous, n'ayant rien appris de nous.
Étymologie: ἐξ, οἶδα.
Russian (Dvoretsky)
ἔξοιδα: (pf. в знач. praes.; ppf. в знач. impf. ἐξῄδη; part. ἐξειδώς) отлично знать: ἔξοιδ᾽ ἀνὴρ ὤν Soph. я хорошо знаю, что я человек; ὑφ᾽ ἡμῶν οὐδὲν ἐξειδώς Soph. от нас ничего не узнав.
Greek (Liddell-Scott)
ἔξοιδα: -οισθα, πρκμ. μετὰ σημ. ἐνεστ.: ὑπερσ. ἐξῄδη ὡς παρατ. Σοφ. Ἀντ. 460, β΄ ἑνικ. -ῄδησθα ὁ αὐτὸς Τρ. 898 (Cobet): (ἴδε * εἴδω): ― οἶδα, γινώσκω καλῶς, ἐπεὶ οὔτι θεῶν ἐκ θέσφατα ᾔδη Ἰλ. Ε. 64, οὕτω καὶ Σοφ., Εὐρ. καὶ μεταγεν. πεζογράφοι· μετὰ μετοχ. συμφωνούσης πρὸς τὸ ὑποκ., ἔξοιδ᾿ ἔχουσα Σοφ. Τρ. 5· ἐξ. ἀνὴρ ὢν ὁ αὐτὸς Ο. Κ. 567· πρὸς τὸ ἀντικείμενον, ἐξ. σε οὐ ψιλὸν ἥκοντα αὐτόθι 1028, πρβλ. Φιλοκ. 79, 407· ὑφ᾿ ἡμῶν οὐδὲν ἐξειδώς, οὐδὲν μαθών, ὁ αὐτὸς Οἰδ. Τ. 37· μετὰ γεν., ὧν γ᾿ ἂν ἐξειδὼς κυρῶ, ὡς εἰ ἦν ἐπίθ., ὁ αὐτὸς Τρ. 299· ἀπολ., ὁ αὐτὸς ἐν Ἠλ. 222, κλ.
Greek Monolingual
ἔξοιδα (Α) οίδα
γνωρίζω καλά («πάντα δ' ἐξοιδὼς φράσω», Ευρ.).
Greek Monotonic
ἔξοιδα: -οισθα, παρακ. με σημασία ενεστ., υπερσ. ἐξῄδη ως παρατ., βʹ ενικ. -ῄδησθα· (βλ. *εἴδω),· γνωρίζω πλήρως, γνωρίζω καλά, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ. κ.λπ.
Middle Liddell
-οισθα, ἔξ-οιδα perf. in pres. sense, plup. ἐξῄδη as impf., 2nd sg. -ῄδησθα; [v. *εἴδω
to know thoroughly, know well, Il., Soph., etc.