νάπος
ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
English (LSJ)
[ᾰ], εος, τό, post-Homeric form, = νάπη, κοιλόπεδον ν., of Olympia, Pi.P.5.39, cf. I.8(7).68, S.OC157 (lyr.), Tr.436, E.Andr. 284 (lyr.), etc.; of a grove or thicket, S.Aj.892 (lyr.); also, ravine, gully, ἐγένοντ' ἐπὶ νάπει μεγάλῳ καὶ δυσπόρῳ X.An.6.5.12, cf. 22, Cyr. 1.6.43.
German (Pape)
[Seite 229] τό, = dem Vorigen; Ἴσθμιον ἂν νάπος, Pind. I. 7, 83, vgl. P. 5, 38; κατ' ἄκρον Οἰταῖον νάπος, Soph. Tr. 436; O. C. 155 ist der Hain der Eumeniden damit bezeichnet, auch Ai. 876 ist es eine Ebene; ὑλοκόμον, Eur. Andr. 283; auch ποιηρόν, Bacch. 1046; sp. D., wie Ap. Rh. 2, 735. Auch in Prosa, ἐπὶ νάπει ἀδιαβάτῳ ἐγίγνοντο, Xen. Hell. 5, 4, 44; An. 6, 3, 12 ff.
French (Bailly abrégé)
ion. -εος, att. -ους (τό) :
1 vallon boisé;
2 pudenda muliebria.
Étymologie: cf. νάπη.
Russian (Dvoretsky)
νάπος: εος (ᾰ) τό Pind., Soph., Xen. = νάπη.
Greek (Liddell-Scott)
νάπος: τό, ἴδε νάπη.
English (Slater)
νάπος (τό) valley ἐν κοιλόπεδον νάπος θεοῦ Delphi (P. 5.38) Ἴσθμιον ἂν νάπος (Hermann: ἂναπος codd.) (I. 8.63)
Greek Monolingual
νάπος, τὸ (Α)
1. νάπη
2. άλσος ή λόχμη
3. χαράδρα, φαράγγι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. νάπη.
Greek Monotonic
νάπος: τό, μεταγεν. τύπος του νάπη, σε Σοφ., Ευρ., Ξεν.
Middle Liddell
νάπος, εος, τό, later form of νάπη, Soph., Eur., Xen.]